Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὁμοφωνῶ

См. также в других словарях:

  • ομοφωνώ — (ΑΜ ὁμοφωνῶ, έω) [ομόφωνος] νεοελλ. έχω την ίδια ακριβώς γνώμη με άλλον, είμαι ομόγνωμος μσν. αρχ. ομιλώ την ίδια γλώσσα με κάποιον αρχ. 1. γραμμ. (για λέξη) έχω τον ίδιο τύπο («τῶν ὑποτακτικών ἄρθρων, ὅπερ ὁμοφωνεῑ ταῑς κτητικαῑς», Απολλ. Δύσκ.) …   Dictionary of Greek

  • ὁμοφωνῶ — ὁμοφωνέω speak the same language with pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὁμοφωνέω speak the same language with pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοφώνῳ — ὁμόφωνος speaking the same language with masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοφωνώ — μονοφωνῶ, έω (Μ) [μονόφωνος] 1. έχω ή εκπέμπω μία μόνο φωνή, έναν ήχο, είμαι μονόφωνος 2. εκφράζω την ίδια γνώμη, συμφωνώ, ομοφωνώ …   Dictionary of Greek

  • συγχωρώ — συγχωρῶ, έω, ΝΜΑ, και συχωρώ και σ(υ)(γ)χωρνώ και σχωρώ, άω, Ν [χωρῶ] 1. απαλλάσσω κάποιον από σφάλμα του, παρέχω συγγνώμη, δίνω άφεση αμαρτιών (α. «σού τό συγχωρώ για τελευταία φορά» β. «συγχωρεῑν ἁμαρτήματα», Αποφθεγμ. Πατέρ.) 2. επιτρέπω (α.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»