Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὁμοφωνῇ

  • 1 ομοφωνή

    ὁμοφωνέω
    speak the same language with: pres subj mp 2nd sg
    ὁμοφωνέω
    speak the same language with: pres ind mp 2nd sg
    ὁμοφωνέω
    speak the same language with: pres subj act 3rd sg

    Morphologia Graeca > ομοφωνή

  • 2 ὁμοφωνῇ

    ὁμοφωνέω
    speak the same language with: pres subj mp 2nd sg
    ὁμοφωνέω
    speak the same language with: pres ind mp 2nd sg
    ὁμοφωνέω
    speak the same language with: pres subj act 3rd sg

    Morphologia Graeca > ὁμοφωνῇ

См. также в других словарях:

  • ὁμοφωνῇ — ὁμοφωνέω speak the same language with pres subj mp 2nd sg ὁμοφωνέω speak the same language with pres ind mp 2nd sg ὁμοφωνέω speak the same language with pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμβαση — (Νομ.). Η σύμπτωση των δηλώσεων της θέλησης δύο ή περισσότερων προσώπων, με το σκοπό να προσκομιστούν απ’ αυτήν έννομα αποτελέσματα. Ως παράσταση εμφανίζεται με την πρόταση από το ένα μέρος και την αποδοχή από το άλλο. Η σ. για να υπάρξει,… …   Dictionary of Greek

  • Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… …   Dictionary of Greek

  • ανομολογώ — (AM ἀνομολογῶ, έω) συμφωνώ, έρχομαι σε συμφωνία, παραδέχομαι μσν. (για τα βιβλία της Κ.Δ.) αναγνωρίζω ως κανονιστικό αρχ. (μεσ) 1. αποσπώ ομολογία από κάποιον 2. ανακεφαλαιώνω αυτά που έχουν λεχθεί 3. πληρώνω με επιταγή 4. (ο πρκ. με παθ. σημ.)… …   Dictionary of Greek

  • δόγμα — Όρος που χρησιμοποιήθηκε αρχικά στη νομική επιστήμη για να προσδιορίσει ένα διάταγμα ή έναν νόμο που θεσπιζόταν από τις επίσημες αρχές, χωρίς δυνατότητα συζήτησης ή αντίρρησης. Στις φιλοσοφικές σχολές δ. ονομάστηκαν οι θεμελιώδεις αρχές κάθε… …   Dictionary of Greek

  • ιδιοσυγκρασία — Ενδεικτικός όρος ορισμένων ψυχολογικών ιδιοτήτων του ατόμου σε σχέση με τα συστατικά της δομής του και των οργανικών λειτουργιών του. Η θεωρία των ιατρών φιλοσόφων της αρχαιότητας (όπως ο Ιπποκράτης), η οποία εμπεριείχε πολλά στοιχεία φαντασίας… …   Dictionary of Greek

  • ομοψηφία — η [ομόψηφος] ομόφωνη απόφαση με ψηφοφορία …   Dictionary of Greek

  • ομόφωνος — η, ο (ΑΜ ὁμόφωνος, ον) 1. αυτός που μιλά την ίδια γλώσσα με άλλον, ομόγλωσσος («τοὺς Μεσσηνίους οἰκείους ὄντας αὐτῷ τὸ ἀρχαῑον καὶ ὁμοφώνους τοῑς Λακεδαιμονίοις», Θουκ.) 2. μουσ. αυτός που βρίσκεται στον ίδιο μουσικό τόνο με άλλον νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ουνανιμισμός — Ποιητικό ρεύμα που αναπτύχθηκε στη Γαλλία από το 1906 γύρω από τον όμιλο του αβαείου του Κρετίλ (Ρενέ, Αρκός, Ζωρζ Ντυαμέλ, Σαρλ Βιλντράκ κ.ά.). Ο όρος προήλθε από μια συλλογή του Ρομαΐν Η ομόφωνη ζωή (La vie unanime, 1908) και αντανακλά την τάση …   Dictionary of Greek

  • συνανομολογούμαι — έομαι, Α εγκρίνομαι, επιδοκιμάζομαι συγχρόνως («ἀνεδείχθη καὶ συνανωμολογήθη παρὰ πάντων», Ευσ). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνομολογοῦμαι «μού παρέχεται ομόφωνη συγκατάθεση»] …   Dictionary of Greek

  • τόκος — Αποζημίωση που παίρνει ο κεφαλαιούχος χρησιμοποιώντας ο ίδιος (πρωτογενής τ. του κεφαλαίου) ή παραχωρώντας τη χρήση σε άλλους (τ. δανείου) ενός ορισμένου κεφαλαίου του, για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Από τον Μεσαίωνα το θέμα του τ. τράβηξε την …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»