-
1 ομοτίμως
ὁμοτί̱μως, ὁμότιμοςequally valued: adverbialὁμοτί̱μως, ὁμότιμοςequally valued: masc /fem acc pl (doric) -
2 ὁμοτίμως
ὁμοτί̱μως, ὁμότιμοςequally valued: adverbialὁμοτί̱μως, ὁμότιμοςequally valued: masc /fem acc pl (doric)
См. также в других словарях:
ὁμοτίμως — ὁμοτί̱μως , ὁμότιμος equally valued adverbial ὁμοτί̱μως , ὁμότιμος equally valued masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομότιμος — η, ο (ΑΜ ὁμότιμος, ον) αυτός στον οποίο αποδίδονται οι ίδιες τιμές, αυτός που τιμάται εξίσου, ισότιμος («μακάρων ὁμότιμος... ἔσται Διόνυσος», Νόνν.) νεοελλ. φρ. «ομότιμος καθηγητής πανεπιστημίου» τίτλος που απονέμεται σε καθηγητή πανεπιστημίου ο… … Dictionary of Greek
ՀԱՄԱՊԱՏՈՒԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0020 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 10c, 12c մ. ὀμοτίμως, ἱσοτίμως pari dignitate, honore, conditione. Իբրեւ համապատիւ՝ ըստ ամենայն առման. հաւասարապէս, եւ ըստ իւրաքանչիւր արժանեաց. *Ընդունէր զբարեպաշտութիւնս արարչապէս՝ ընդ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)