Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὁμοτίμως

См. также в других словарях:

  • ὁμοτίμως — ὁμοτί̱μως , ὁμότιμος equally valued adverbial ὁμοτί̱μως , ὁμότιμος equally valued masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομότιμος — η, ο (ΑΜ ὁμότιμος, ον) αυτός στον οποίο αποδίδονται οι ίδιες τιμές, αυτός που τιμάται εξίσου, ισότιμος («μακάρων ὁμότιμος... ἔσται Διόνυσος», Νόνν.) νεοελλ. φρ. «ομότιμος καθηγητής πανεπιστημίου» τίτλος που απονέμεται σε καθηγητή πανεπιστημίου ο… …   Dictionary of Greek

  • ՀԱՄԱՊԱՏՈՒԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0020 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 10c, 12c մ. ὀμοτίμως, ἱσοτίμως pari dignitate, honore, conditione. Իբրեւ համապատիւ՝ ըստ ամենայն առման. հաւասարապէս, եւ ըստ իւրաքանչիւր արժանեաց. *Ընդունէր զբարեպաշտութիւնս արարչապէս՝ ընդ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»