Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὁμοτίμου

См. также в других словарях:

  • ὁμοτίμου — ὁμοτί̱μου , ὁμότιμος equally valued masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομοτιμία — η (ΑΜ ὁμοτιμία) [ομότιμος] η ιδιότητα τού ομότιμου, το να είναι κανείς ομότιμος, η ομοιότητα ή ισότητα ως προς την τιμή ή ως προς την αξία, ισοτιμία νεοελλ. ο θεσμός τών ομοτίμων, τών ευγενών φεουδαρχών τού μεσαίωνα οι οποίοι αναγνώριζαν ως… …   Dictionary of Greek

  • Χάλσμπορι, Χάρντιντζ-Στάνλεϊ-Τζίφαρντ, κόμης του- — (Halsbury, 1823 – 1921). Άγγλος νομομαθής και πολιτικός. Tο 1875 διορίστηκε από τον Ντισραέλι γενικός εισαγγελέας και μετά από μια διετία εξελέγη βουλευτής και εξακολούθησε έκτοτε να εκλέγεται βουλευτής έως το 1885, οπότε πήρε τον τίτλο του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»