-
1 ὁμοτράπεζος
ὁμο-τράπεζος, an demselben Tische, Tischgenosse; bei den Persern die Angesehenen, welche das Gefolge des Königs bilden; οἱ ὁμ. καλούμενοι, weil sie gew. mit dem Könige aßen -
2 συν-έστιος
συν-έστιος, mit Andern an einem Heerde od. in einem Hause seiend; Aesch. Spt. 755; οἴκοισιν εἰ ξυνέστιος ἐν τοῖς ἐμοῖς γένοιτο, Soph. O. R. 249; Eur. El. 784; u. sp. D., wie συνέστιος μακάρεσσι Gall. 2 ( Plan. 89), συνέστιε δαιτὸς ἐΐσης, von der Flasche, M. Arg. 21 (VI, 248); u. in Prosa, ἐάνπερ ὁ κτείνας συνέστιός σοι καὶ ὁμοτράπεζος ᾐ Plat. Euthyphr. 4 b, καὶ σύσσιτος Ep. VII, 350 c. – Auch Zeus heißt so, der Beschützer des Heerdes, Aesch. Ag. 687.
-
3 ὁμό-σπονδος
ὁμό-σπονδος, an dem Trankopfer theilnehmend; dah. – a) mit an demselben Tische essend, Tischgenoß, neben ὁμοτράπεζος Her. 9, 16. – b) an einem Friedensschlusse od. Bündnisse theilhabend, ὁμ. τοῖς Θηβαίοις ὤν Din. 1, 24; Dem. 18, 287 u. Sp.
-
4 ὁμό-σῑτος
ὁμό-σῑτος, zusammen, mit Einem essend, μετά τινος, Her. 7, 119; Hesych. erkl. es durch ὁμοτράπεζος.
См. также в других словарях:
ὁμοτράπεζος — eating at the same table with masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομοτράπεζος — η, ο (ΑΜ ὁμοτράπεζος, ον) αυτός που κάθεται στο ίδιο τραπέζι με άλλον ή με άλλους, συνδαιτυμόνας συνέστιος («ὁμοτράπεζός τέ μοι καὶ ὁμόσπονδος ἐγένεο», Ηρόδ.) αρχ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὁμοτράπεζοι τιμητικός τίτλος ορισμένων μεγιστάνων οι… … Dictionary of Greek
ομοτράπεζος — η, ο 1. αυτός που τρώει στο ίδιο τραπέζι με άλλον, αλλ. ομόδειπνος, συνδαιτυμόνας. 2. τιμητικός τίτλος μεγιστάνων της αρχαίας Περσίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁμοτράπεζον — ὁμοτράπεζος eating at the same table with masc/fem acc sg ὁμοτράπεζος eating at the same table with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοτραπέζοις — ὁμοτράπεζος eating at the same table with masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοτραπέζου — ὁμοτράπεζος eating at the same table with masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοτραπέζους — ὁμοτράπεζος eating at the same table with masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοτραπέζων — ὁμοτράπεζος eating at the same table with masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοτράπεζοι — ὁμοτράπεζος eating at the same table with masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδαιτυμόνας — ο, η / συνδαιτυμών, όνος, ὁ, ἡ, ΝΑ πρόσωπο που μετέχει σε γεύμα, ομοτράπεζος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δαιτυμών, όνος «ομοτράπεζος» (< δαιτύς «γεύμα»)] … Dictionary of Greek
δαιτυμών — ( όνος), ο (AM) όποιος παρακάθεται σε γεύμα, ο ομοτράπεζος μσν. (για πνευματική τροφή) όποιος γεύεται, όποιος απολαμβάνει κάτι («οἱ δαιτυμόνες τῆς θεοῡ τροφῆς») αρχ. 1. όποιος φέρνει μαζί του σε κοινό γεύμα το δικό του φαγητό 2. ο τρεφόμενος με… … Dictionary of Greek