-
1 ομονοητικως
во взаимном согласии, единодушно(διακεῖσθαι или ἔχειν Plat.; λέγειν Arst.)
-
2 ομονοητικώς
-
3 ὁμονοητικῶς
-
4 στασιαστικός
στασιαστικός, aufrührerisch; Ggstz πολιτικός, Plat. Prot. 303 c; στασιαστικῶς ἔχειν, Ggstz von ὁμονοητικῶς ἔχειν, = στασιάζειν, Phaedr. 263 a; vgl. κακῶς ἔχοντας πρὸς ἑαυτοὺς καὶ στασιαστικῶς, Dem. 18, 61; u. Sp., στασιαστικὰ πράττειν, D. Cass. 57, 4.
-
5 ὁμο-νοητικός
ὁμο-νοητικός, ή, όν, übereinstimmend im Denken, einträchtig; βίος, Plat. Phaedr. 256 b; ψυχή, Rep. VIII, 554 e; u. adv., ὁμονοητικῶς ἔχειν, Ggstz στασιαστικῶς, Phaedr. 263 a; Arist. u. Sp.
-
6 Concordantly
adv.P. ὁμονοητικῶς.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Concordantly
-
7 Harmoniously
adv.P. ἐμμελῶς.Concordantly: P. ὁμονοητικῶς.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Harmoniously
См. также в других словарях:
ὁμονοητικῶς — ὁμονοητικός conducing to agreement adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομονοητικός — ὁμονοητικός, ή, όν (Α) [ομονοώ] 1. αυτός που συντελεί στην ομόνοια, αυτός που επιφέρει αρμονία 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμονοητικόν ομόνοια, αρμονία, σύμπνοια. επίρρ... ὁμονοητικῶς (Α) 1. με τρόπο που συμβάλλει στην ομόνοια, που επιφέρει σύμπνοια… … Dictionary of Greek