-
1 ομονοητικόν
ὁμονοητικόςconducing to agreement: masc acc sgὁμονοητικόςconducing to agreement: neut nom /voc /acc sg -
2 ὁμονοητικόν
ὁμονοητικόςconducing to agreement: masc acc sgὁμονοητικόςconducing to agreement: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
ὁμονοητικόν — ὁμονοητικός conducing to agreement masc acc sg ὁμονοητικός conducing to agreement neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομονοητικός — ὁμονοητικός, ή, όν (Α) [ομονοώ] 1. αυτός που συντελεί στην ομόνοια, αυτός που επιφέρει αρμονία 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμονοητικόν ομόνοια, αρμονία, σύμπνοια. επίρρ... ὁμονοητικῶς (Α) 1. με τρόπο που συμβάλλει στην ομόνοια, που επιφέρει σύμπνοια… … Dictionary of Greek