Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὁμονοητικόν

См. также в других словарях:

  • ὁμονοητικόν — ὁμονοητικός conducing to agreement masc acc sg ὁμονοητικός conducing to agreement neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομονοητικός — ὁμονοητικός, ή, όν (Α) [ομονοώ] 1. αυτός που συντελεί στην ομόνοια, αυτός που επιφέρει αρμονία 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμονοητικόν ομόνοια, αρμονία, σύμπνοια. επίρρ... ὁμονοητικῶς (Α) 1. με τρόπο που συμβάλλει στην ομόνοια, που επιφέρει σύμπνοια… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»