Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὁμοιωματικῶς

См. также в других словарях:

  • ὁμοιωματικῶς — ὁμοιωματικός denoting resemblance adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομοιωματικός — ή, ό (ΑΜ ὁμοιωματικός, ή, όν) [ομοίωμα] γραμμ. (για αντωνυμία ή σύνδεσμο) αυτός που δηλώνει ομοιότητα προς κάτι («η λέξη όπως είναι ομοιωματικός σύνδεσμος») νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ομοιωματικά σημεία γραφής (»)τα οποία τίθενται κάτω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»