-
1 ομοιωματικώς
-
2 ὁμοιωματικῶς
См. также в других словарях:
ὁμοιωματικῶς — ὁμοιωματικός denoting resemblance adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομοιωματικός — ή, ό (ΑΜ ὁμοιωματικός, ή, όν) [ομοίωμα] γραμμ. (για αντωνυμία ή σύνδεσμο) αυτός που δηλώνει ομοιότητα προς κάτι («η λέξη όπως είναι ομοιωματικός σύνδεσμος») νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ομοιωματικά σημεία γραφής (»)τα οποία τίθενται κάτω… … Dictionary of Greek