-
1 ομοιοπαράγωγος
-
2 ὁμοιοπαράγωγος
-
3 ὁμοιοπαράγωγος
A similarly derived, Eust.1667.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμοιοπαράγωγος
См. также в других словарях:
ομοιοπαράγωγος — ὁμοιοπαράγωγος, ον (Μ) αυτός που παράγεται με τον ίδιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + παράγωγος (< παράγω)] … Dictionary of Greek
ὁμοιοπαράγωγος — similarly derived masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομοι(ο)- — [ΑΜ ὁμοι(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων που ανάγεται στο επίθ. ὅμοιος και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι όμοιο με κάτι άλλο ή γίνεται ή βρίσκεται ή τίθεται με τρόπο όμοιο με κάτι άλλο. ΣΥΝΘ. ομοιοβαρής, ομοιογενής, ομοιόγραφος, ομοιογράφος,… … Dictionary of Greek