-
1 ὁμογάστριος,
ὁμο-γάστριος, u. ὁμο-γάστωρ, ορος, aus ein und demselben Mutterleibe, leiblicher Bruder od. Schwester -
2 ὀ-γάστριος
ὀ-γάστριος, = ὁμογάστριος, Schol. Lyc. 452.
-
3 ὁμό-σπλαγχνος
ὁμό-σπλαγχνος, aus demselben Eingeweide, = ὁμογάστριος, verwandt; πλευρώματα, Aesch. Spt. 871; Soph. Ant. 507.
-
4 ὁμό-δελφος
ὁμό-δελφος, = ὁμογάστριος, Callim. frg. 168 in E. M. 302, 13; aber ib. 255, 2 ist ὁμόδελφυς wohl falsche Lesart.
-
5 ὁμο-κοίλιος
ὁμο-κοίλιος, = ὁμογάστριος, Sp.
-
6 ἑτερο-γάστριος
ἑτερο-γάστριος, als Ggstz von ὁμογάστριος, aus einem andern Mutterleibe,.Schol. Hes. O. 374.
-
7 ἑτερογάστριος
ἑτερο-γάστριος, als Ggstz von ὁμογάστριος, aus einem andern Mutterleibe
См. также в других словарях:
ὁμογάστριος — from the same womb masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομογάστριος — α, ο (Α ὁμογάστριος, ον) αυτός που γεννήθηκε από την ίδια μητέρα με κάποιον άλλο, ομομήτριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + γάστριος (< γαστήρ, γαστρός), πρβλ. ετερο γάστριος] … Dictionary of Greek
ὁμογάστριον — ὁμογάστριος from the same womb masc/fem acc sg ὁμογάστριος from the same womb neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμογαστρίοις — ὁμογάστριος from the same womb masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμογαστρίου — ὁμογάστριος from the same womb masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμογαστρίους — ὁμογάστριος from the same womb masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμογάστριοι — ὁμογάστριος from the same womb masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek
ομογάστωρ — ὁμογάστωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) ομογάστριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. μεγαλο γάστωρ] … Dictionary of Greek
ομοκοίλιος — ὁμοκοίλιος, ον (Α) αυτός που έχει γεννηθεί από την ίδια κοιλιά, ομογάστριος («παῑδες γνήσιοι καὶ ὁμοκοίλιοι», Ιω. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + κοιλία] … Dictionary of Greek