Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὁμιλητικά

  • 1 ομιλητικά

    ὁμιλητικός
    affable: neut nom /voc /acc pl
    ὁμιλητικά̱, ὁμιλητικός
    affable: fem nom /voc /acc dual
    ὁμιλητικά̱, ὁμιλητικός
    affable: fem nom /voc sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ομιλητικά

  • 2 ὁμιλητικά

    ὁμιλητικός
    affable: neut nom /voc /acc pl
    ὁμιλητικά̱, ὁμιλητικός
    affable: fem nom /voc /acc dual
    ὁμιλητικά̱, ὁμιλητικός
    affable: fem nom /voc sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ὁμιλητικά

См. также в других словарях:

  • ὁμιλητικά — ὁμιλητικός affable neut nom/voc/acc pl ὁμιλητικά̱ , ὁμιλητικός affable fem nom/voc/acc dual ὁμιλητικά̱ , ὁμιλητικός affable fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»