-
1 ομηρεύει
-
2 ὁμηρεύει
См. также в других словарях:
ὁμηρεύει — ὁμηρεύω to be pres ind mp 2nd sg ὁμηρεύω to be pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομηρεύω — (I) ὁμηρεύω (Α) [όμηρος] 1. είμαι όμηρος ή χρησιμεύω ως όμηρος («τούς τε παῑδας ὁμηρεύειν εἰς ἀσφάλειαν πίστεως ἔδωκεν», Ηρωδιαν.) 2. μτφ. χρησιμεύω ως εγγυητής («[οἶνος] πίστιν ἀνθρώποις καὶ φιλίαν ὁμηρεύει», Ιώσ.) 3. παίρνω κάποιον ως όμηρο ή… … Dictionary of Greek