-
1 ὁμηρέταις
ὁμηρέταις· ὁμοψήφοις, ὁμογνώμοσιν, Hsch. ; cf. ὁμηρίταις (sic): ὁμοψήφοις, ἀπὸ τοῦ ὁμοῦ ἐρέσσειν, ὁμογνώμοσιν, Phot.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμηρέταις
См. также в других словарях:
ομηρίταις — ὁμηρίταις (Α) (κατά τον Φώτ.) «ψήφοις, ἀπὸ τοῡ ὁμοῡ ἐρέσσειν, ὁμογνώμοσιν» … Dictionary of Greek