-
21 ῥαπτός
1 stitched together met.Ὁμηρίδαι ῥαπτῶν ἐπέων ἀοιδοί N. 2.2
-
22 Ἀτλαντικός
A of Atlas, τέρμονες Ἀ. the pillars of Hercules, E.Hipp.3, 1053;τὸ Ἀ. πέλαγος Pl.Ti. 24e
, Arist.Pr. 946a29;ἡ Ἀ. θάλασσα Id.Mu. 392b22
:—also [full] Ἀτλάντειος, α, ον, Critias 18.5 D.:— fem. [full] Ἀτλαντίς, ίδος, as Patron., Hes.Th. 938; title of work by Hellanicus (also [full] Ἀτλαντιάς, Harp. s.v. Ὁμηρίδαι); θάλασσα ἡ Ἀ. καλουμένη Hdt.1.202
; ἡ Ἀ. νῆσος, a fabulous island in the far West, Pl.Ti. 25a, Str.2.3.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀτλαντικός
-
23 Ὁμήρειος
Ὁμήρ-ειος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ὁμήρειος
-
24 Ὁμηρίδης
A the Homerids, a family or guild of poets in Chios, who claimed descent from Homer, Str. 14.1.35, cf. Hellanic.20 J. ; of the ῥαψῳδοί, Pi.N.2.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ὁμηρίδης
-
25 ὅθεν
ὅθεν, relat. Adv.A whence,ὑπὸ πλατανίστῳ, ὅ. ῥέεν ἀγλαὸν ὕδωρ Il.2.307
; ἐξ Ἐνετῶν, ὅ. ἡμιόνων γένος ib. 852 ;γένος δέ μοι ἔνθεν, ὅ. σοί 4.58
, etc. ;πόλεως ὅθεν εἶ IG12(5).310.2
([place name] Paros); also, from whom or which,ὅθεν περ Ὁμηρίδαι ἄρχονται, Διὸς ἐκ προοιμίου Pi.N.2.1
;τὴν τεκοῦσαν.., ὅθεν περ αὐτὸς ἐσπάρη S.OT 1498
;Φοῖνιξ, ὅθεν περ τοὔνομ' ἡ χώρα φέρει E.Fr.819.8
: folld. by Particles, ὅθεν περ (v. supr.) ;ὅθεν δή A.Supp.15
(anap.);ὅθεν τε Od.4.358
.b in [dialect] Att. Prose, ὅθενδή
from whatever source, in what manner soever,Pl.
Phdr. 267d ; so ὁθενδήποτε Dosith.p.410 K.; also ἄλλοθεν ὁθενοῦν from any other place whatsoever, Pl.Lg. 738c.2 for where or whither, by attraction, when the antecedent clause contains a notion of place whence, ἐκ δὲ γῆς, ὅ. προὔκειτ' from the ground where it lay, S.Tr. 701 ; ὅ... ἀπέλιπες, ἀποκρίνου answer [ from the point] where you left off, Pl. Grg. 497c ;διεκομίζοντο.. ὅ. ὑπεξέθεντο παῖδας καὶ γυναῖκας Th.1.89
; ὅθεν, = ἐκεῖσε ὅθεν, X.An.1.3.17, 7.6.12, etc. ; ὅθεν περ, = ἐκεῖθεν ὅθεν περ, IG12.78.9,88.23.II whence, for which reason,σφυρῶν.. κέντρα διαπείρας μέσον, ὅ. νιν Ἑλλὰς ὠνόμαζεν Οἰδίπουν E.Ph.27
, cf. Antipho Soph.54, Arist.Ath.3.2, IG22.1011.42, al. ;ὅ... ἱδρύσαθ' ἱερόν Alex. 267.4
; for what reason, Pl.Prt. 319b;ὅ. ἠνάγκασμαι κατηγορεῖν αὐτῶν, περὶ τούτων πρῶτον εἰπεῖν βούλομαι Lys.22.1
. -
26 ῥαψῳδός
Grammatical information: m.Meaning: `rhapsodist, performer of epic (homeric) poems' (Hdt., S., Pl.).Derivatives: ῥαψῳδ-ικός `belonging to the rhapsodist', - έω `to recite epic poems', - ία f. `reciting epic poems, epic poems' (Att. etc.).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Verbal governing compound of ῥάψαι ᾠδήν ( ἀοιδήν), so prop. `who sews a poem together' referring to the uninterrupted sequence of ep. verses as opposed to strophic compositions of lyric; cf. Hes. Fr. 265 ῥάψαντες ἀοιδήν. Pi. Ν. 2, 2 Όμηρίδαι ῥαπτῶν ἐπέων... ἀοιδοί. Patzer Hermes 80, 314ff. (referring to earlier discussion); cf. also Sealey REGr. 70, 312ff.Page in Frisk: 2,646Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥαψῳδός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ὁμηρίδαι — masc nom/voc pl Ὁμηρίδης the Homerids masc nom/voc pl Ὁμηρίδᾱͅ , Ὁμηρίδης the Homerids masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὁμηριδῶν — Ὁμηρίδαι masc gen pl Ὁμηρίδης the Homerids masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὁμηρίδαις — Ὁμηρίδαι masc dat pl Ὁμηρίδης the Homerids masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραψωδός — Κατά την ελληνική αρχαιότητα επαγγελματίας ο οποίος απήγγελλε επικά ποιήματα. Ο Όμηρος χρησιμοποιεί το όνομα αοιδός, το οποίο διατηρήθηκε για αιώνες· μόνο από τον 5o αι. π.X. χρησιμοποιήθηκε ο όρος ρ., που θεωρήθηκε κατόπιν από τους σύγχρονους… … Dictionary of Greek
ομηρίδης — ὁμηρίδης, ὁ (Α) συν. στον πληθ. οἱ ὁμηρίδαι α) γενεά ραψωδών που κατοικούσε στη Χίο και θεωρούνταν ότι καταγόταν από τον Όμηρο, τού οποίου τα ποιήματα έψαλλε στις κοινές συνελεύσεις τών Ελλήνων β) ραψωδοί τού 6ου π.Χ. αιώνα που απήγγελλαν και… … Dictionary of Greek
Ὁμηρίδας — Ὁμηρίδᾱς , Ὁμηρίδαι masc acc pl Ὁμηρίδᾱς , Ὁμηρίδης the Homerids masc acc pl Ὁμηρίδᾱς , Ὁμηρίδης the Homerids masc nom sg (epic doric aeolic) Ὁμηρίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)