Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὁμηρίδαι

См. также в других словарях:

  • Ὁμηρίδαι — masc nom/voc pl Ὁμηρίδης the Homerids masc nom/voc pl Ὁμηρίδᾱͅ , Ὁμηρίδης the Homerids masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὁμηριδῶν — Ὁμηρίδαι masc gen pl Ὁμηρίδης the Homerids masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὁμηρίδαις — Ὁμηρίδαι masc dat pl Ὁμηρίδης the Homerids masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ραψωδός — Κατά την ελληνική αρχαιότητα επαγγελματίας ο οποίος απήγγελλε επικά ποιήματα. Ο Όμηρος χρησιμοποιεί το όνομα αοιδός, το οποίο διατηρήθηκε για αιώνες· μόνο από τον 5o αι. π.X. χρησιμοποιήθηκε ο όρος ρ., που θεωρήθηκε κατόπιν από τους σύγχρονους… …   Dictionary of Greek

  • ομηρίδης — ὁμηρίδης, ὁ (Α) συν. στον πληθ. οἱ ὁμηρίδαι α) γενεά ραψωδών που κατοικούσε στη Χίο και θεωρούνταν ότι καταγόταν από τον Όμηρο, τού οποίου τα ποιήματα έψαλλε στις κοινές συνελεύσεις τών Ελλήνων β) ραψωδοί τού 6ου π.Χ. αιώνα που απήγγελλαν και… …   Dictionary of Greek

  • Ὁμηρίδας — Ὁμηρίδᾱς , Ὁμηρίδαι masc acc pl Ὁμηρίδᾱς , Ὁμηρίδης the Homerids masc acc pl Ὁμηρίδᾱς , Ὁμηρίδης the Homerids masc nom sg (epic doric aeolic) Ὁμηρίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»