Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ὁμηλικία

См. также в других словарях:

  • ὁμηλικία — ὁμηλικίᾱ , ὁμηλικία sameness of age fem nom/voc/acc dual ὁμηλικίᾱ , ὁμηλικία sameness of age fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομηλικία — ὁμηλικία και ιων. τ. ὁμηλικίη, ἡ (Α) [ομήλιξ] 1. σύμπτωση, ταύτιση ηλικίας 2. (ως περιλπτ.) σύνολο, νεαρών ιδίως, ατόμων που έχουν την ίδια ηλικία …   Dictionary of Greek

  • ὁμηλικίας — ὁμηλικίᾱς , ὁμηλικία sameness of age fem acc pl ὁμηλικίᾱς , ὁμηλικία sameness of age fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμηλικίαν — ὁμηλικίᾱν , ὁμηλικία sameness of age fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμηλικίη — ὁμηλικία sameness of age fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμηλικίην — ὁμηλικία sameness of age fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμηλικίης — ὁμηλικία sameness of age fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμηλικίῃ — ὁμηλικία sameness of age fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθηλικία — και ιων. τ. μεθηλικίη, ἡ (Α) [μεθήλιξ] η κατάσταση ή η σχέση ανθρώπων που έχουν την ίδια ηλικία, ομηλικία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»