-
1 ομηλικία
ὁμηλικίᾱ, ὁμηλικίαsameness of age: fem nom /voc /acc dualὁμηλικίᾱ, ὁμηλικίαsameness of age: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 ὁμηλικία
ὁμηλικίᾱ, ὁμηλικίαsameness of age: fem nom /voc /acc dualὁμηλικίᾱ, ὁμηλικίαsameness of age: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 ὁμηλικία
A sameness of age (so perh. Il.20.465), used as a collective, those of the same age, esp. of young persons,ὁμηλικίην ἐρατεινήν Il.3.175
; , cf. Od. 3.364, Thgn.1018 ;οἶος -ίην ἐκέκαστο ὄρνιθας γνῶναι Od.2.158
, cf. Il.13.431 : as subj. of pl. verb, Supp.Epigr.1.567.6 (Karanis, iii B.C.).II of one person, = ὁμῆλιξ, ὁμηλικίη δ' ἐμοὶ αὐτῷ but he is of the same age with myself, Od.3.49 ;ὁ. δέ μοί ἐσσι 22.209
, cf. 6.23 ; of two persons, Il.13.485.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμηλικία
-
4 ομηλικίας
ὁμηλικίᾱς, ὁμηλικίαsameness of age: fem acc plὁμηλικίᾱς, ὁμηλικίαsameness of age: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 ὁμηλικίας
ὁμηλικίᾱς, ὁμηλικίαsameness of age: fem acc plὁμηλικίᾱς, ὁμηλικίαsameness of age: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 ομηλικίαν
-
7 ὁμηλικίαν
-
8 ομηλικίη
ὁμηλικίαsameness of age: fem nom /voc sg (epic ionic)——————ὁμηλικίαsameness of age: fem dat sg (epic ionic) -
9 ομηλικίην
-
10 ὁμηλικίην
-
11 ομηλικίης
-
12 ὁμηλικίης
См. также в других словарях:
ὁμηλικία — ὁμηλικίᾱ , ὁμηλικία sameness of age fem nom/voc/acc dual ὁμηλικίᾱ , ὁμηλικία sameness of age fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομηλικία — ὁμηλικία και ιων. τ. ὁμηλικίη, ἡ (Α) [ομήλιξ] 1. σύμπτωση, ταύτιση ηλικίας 2. (ως περιλπτ.) σύνολο, νεαρών ιδίως, ατόμων που έχουν την ίδια ηλικία … Dictionary of Greek
ὁμηλικίας — ὁμηλικίᾱς , ὁμηλικία sameness of age fem acc pl ὁμηλικίᾱς , ὁμηλικία sameness of age fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηλικίαν — ὁμηλικίᾱν , ὁμηλικία sameness of age fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηλικίη — ὁμηλικία sameness of age fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηλικίην — ὁμηλικία sameness of age fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηλικίης — ὁμηλικία sameness of age fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηλικίῃ — ὁμηλικία sameness of age fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθηλικία — και ιων. τ. μεθηλικίη, ἡ (Α) [μεθήλιξ] η κατάσταση ή η σχέση ανθρώπων που έχουν την ίδια ηλικία, ομηλικία … Dictionary of Greek