-
1 ομηγυριζομαι
См. также в других словарях:
ομηγυρίζομαι — ὁμηγυρίζομαι (Α) [ομήγυρις] συναθροίζω, συγκαλώ, συγκεντρώνω («πρὶν κεῑνον ὁμηγυρίσασθαι Ἀχαιοὺς εἰς ἀγορήν», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
ὁμηγυρίζονται — ὁμηγυρίζομαι assemble pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηγυρίσασθαι — ὁμηγυρίζομαι assemble aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)