Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὁμαλής

См. также в других словарях:

  • ομαλής — ὁμαλής, ές (Α) 1. (για το έδαφος) επίπεδος, ομαλός («ἀνελθόντι ὁμαλής ἐστιν ὁ λόφος καὶ ἐπίπεδος», Παυσ.) 2. (για τους νεφρούς) γλιστερός 3. (για φύλλωμα) λείος 4. (για κίνηση) ισοταχής 5. (για συνθήκες ζωής) μη υπερβολικός, μέτριος, μετρημένος 6 …   Dictionary of Greek

  • ὁμαλής — level masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλῆς — ὁμαλεύς leveller masc nom pl ὁμαλεύς leveller masc nom/voc pl ὁμαλής level masc/fem acc pl (attic epic doric) ὁμαλής level masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ὁμαλός even fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλεστέρων — ὁμαλής level fem gen comp pl ὁμαλής level masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλές — ὁμαλής level masc/fem voc sg ὁμαλής level neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλεστέρους — ὁμαλής level masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλοῦς — ὁμαλής level masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλέσι — ὁμαλής level masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλέσιν — ὁμαλής level masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλέστερα — ὁμαλής level neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλέστεροι — ὁμαλής level masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»