Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὁμαλότης

См. также в других словарях:

  • ὁμαλότης — evenness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλότητα — ὁμαλότης evenness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλότητας — ὁμαλότης evenness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλότητι — ὁμαλότης evenness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλότητος — ὁμαλότης evenness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομαλότητα — η (ΑΜ ὁμαλότης) [ομαλός] (ιδίως για επιφάνεια) η ιδιότητα τού ομαλού, το να είναι κάτι επίπεδο ή λείο, χωρίς εσοχές ή εξοχές, χωρίς ανωμαλίες («ὁμαλότης τοῡ ἐνόπτρου», Αριστοτ.) νεοελλ. πολιτική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την ευρυθμία τού… …   Dictionary of Greek

  • ՀԱՆԴԱՐՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0040 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 9c, 10c, 11c գ. ἠσυχία, ἑπιείκια tranquillitas, quies, silentium, modestia. Անդորրութիւն. անխռով վիճակ ըստ մարմնոյ եւ ըստ հոգւոյ. խաղաղութիւն. առանձնութիւն. լռութիւն.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»