-
1 Ομήρων
-
2 Ὁμήρων
-
3 ομήρων
-
4 ὁμήρων
-
5 διά-θεσις
διά-θεσις, ἡ, 1) das Auseinanderstellen, Anorduen, Arist. Metaph. 4, 19 τοῦ ἔχοντος μέρη τάξις ἢ κατὰ τόπον ἢ κατὰ δύναμιν ἢ κατ' εἶδος; τῶν ξενίων, τῆς πολιτείας, Plat. Tim. 27 a Legg. IV, 710 b; neben εὕρεσις, dispositio, Phaedr. 236 a; testamentarische Anordnung, Legg. XI, 922 b; Lys.; Vertheilung der Figuren in einem Bilde, Ath. V, 210 b; die dargestellten Gegenstände selber, Plut. Brut. 23 u. öfter; die Darstellung, sowohl durch Farbe, als durch Worte; auch von geographischer Darstellung, Strab. 1, 1, 16; – νόμων, τῆς πόλεως, Plat. Legg. I, 624 a Rep. IX, 579 e. – 2) Ausstellung zum Verlauf, Harpocr. aus Antiph.; Isocr. 11, 14; Plut. Sol. 24 u. öfter; διάϑεσιν τῶν ἔργων οὐκ ἔχειν, nicht verkaufen können, Plut. Lyc. 9. – 3) vom pass., Zustand, Verfassung; vom Körper, z. B. νοσώδεις, Galen.; αἱ περὶ τὰ σώματα Pol. 3, 7, 5; λοιμική, 2, 31, 10; u. bes. Gemüthszustand, Gesinnung, καὶ ἕξις ψυχῆς, Plat. Phil. 11 d; Legg. VII, 791 a; παραστατική, Pol. 1, 67, 7; Lage, οὐχ ὁμήρων, ἀλλ' αἰχμαλώτων, 10, 38, 2. Vgl. ὁ μάγειρός ἐσϑ' ὁ τέλειος ἑτέρα διάϑεσις, Nicomach. com. Ath. VII, 291 (v. 11). – Bei den Gramm. genus verbi, Apoll. D. synt. 210, 18.
-
6 ἀπό-δοσις
-
7 αποκαταστασις
- εως ἥ1) восстановление(τινος и εἴς τι Arst.)
2) возвращение(τῶν ἀστέρων Plat.; τῶν ὁμήρων εἰς τὰς πατρίδας Polyb.)
3) посвящение, приношение(τῶν ἀναθημάτων Plut.)
-
8 διαθεσις
- εως ἥ1) расположение, размещение, построение, (рас)порядок(δ. λέγεται τοῦ ἔχοντος μέρη τάξις Arst.)
2) состояние (преимущ. преходящее)(τοῦ σώματος Arst. и περὴ τὰ σώματα Polyb.)
διαφέρει ἕξις διαθέσεως τῷ πολὺ χρονιώτερον εἶναι Arst. — органическое состояние отличается от преходящего значительно большей длительностью;ἄγνοια ἥ μέ κατ΄ ἀπόφασιν, ἀλλὰ κατὰ διάθεσιν Arst. — неведение не как отсутствие знания, а как ложное знание;παραστατικέν λαμβάνειν διάθεσιν Polyb. — приходить в состояние бешенства, выходить из себя3) душевное предрасположение, задатки, тж. характер, нрав или настроение(ἕξις ψυχῆς καὴ δ. Plat.; δ. ὑβριστική Arst.; ἀπαίδευτοι καὴ κακαὴ διαθέσεις Plut.)
4) устройство, организация, строй(τῆς πόλεως Plat., Arst.)
5) положение(οὐχ ὁμήρων ἔχειν διάθεσιν, ἀλλ΄ αἰχμαλώτων καὴ δούλων Polyb.)
6) выставление на продажу, продажа(τῶν περιόντων Isocr.; sc. τῆς λείας Plut.)
δ. εὔπορος Arst. — легкий сбыт;διάθεσιν οὐκ ἔχειν Plut. — не находить сбыта;διάθεσίν τινος δοῦναι πρὸς ξένους Plut. — разрешить продажу чего-л. за границу7) выставление напоказ:(ἥ) ἐκ τῶν Ἑλληνικῶν δ. Plut. картина на тему из греческой истории
8) убедительность, яркость(προφορὰ καὴ δ. τῶν λεγομένων Plut.)
μετ΄ αὐξήσεως καὴ διαθέσεως ἐξηγεῖσθαί τι Polyb. — излагать что-л. в сильно преувеличенном виде9) завещательное распоряжение, запись(τῶν τελευτᾶν μελλόντων Plat.)
10) грам. залог -
9 ομηρος
Iὅ поручительство, гарантия, залог или заложник(ὁμήρους λαμβάνειν τινάς Her.; τέν γῆν τινος ὅμηρον ἔχειν Thuc.)
ἐν ὁμήρων λόγῳ ποιεῖσθαί τινας Her. — держать кого-л. в качестве заложниковII -
10 ἀποκατάστασις
A restoration, re-establishment,τοῦ ἐνδεοῦς Arist.MM 1205a4
; εἰς φύσιν ib. 1204b36, 1205b11; return to a position, Epicur.Ep.1p.8U.; esp. of military formations, reversal of a movement, Ascl.Tact.10.6, etc.; generally,πάντων Act.Ap.3.21
; of the soul, Procl.Inst. 199 (pl.);τῆς φύσιος ἐς τὸ ἀρχαῖον Aret. CD1.5
; recovery from sickness, Id.SA1.10;τῶν ὁμήρων εἰς τὰς πατρίδας Plb.3.99.6
; εἰς ἀ. ἐλθεῖν, of the affairs of a city, Id.4.23.1; return to original position, Ascl.Tact. 10.1; ἀ. ἄστρων return of the stars to the same place in the heavens as in the former year, Plu.2.937f, D.S.12.36, etc.; periodic return of the cosmic cycle, Stoic.2.184,190; of a planet, return to a place in the heavens occupied at a former epoch, Antioch.Astr. ap. Cat.Cod.Astr. 7.120,121; but, zodiacal revolution, Paul.Al.T.1; opp. ἀνταπ. (q. v.), Doroth. ap. Cat.Cod.Astr.2.196.9; restoration of sun and moon after eclipse, Pl.Ax. 370b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποκατάστασις
-
11 ὅμηρος
ὅμηρος, ὁ,A pledge, surety, hostage,ὁμήρους λαμβάνειν Hdt.6.99
;ὁ. παῖδας λαβών Id.1.64
;τὰ ἑωυτοῦ τέκνα δοὺς ὁ. Id.7.165
, cf. Th.7.83 ;ἐν ὁμήρων λόγῳ ποιεύμενος Hdt.7.222
; ἄγεσθαι ὅμηροι to be carried off as hostages, Id.8.94,9.90 ; τοῖον ὅμηρόν μ' ἀποσυλήσας having robbed me of such a hostage, E.Alc. 870(anap.) ; ἔχω γ' ὑμῶν ὁμήρους have hostages for you, Ar.Ach. 327, cf. Lys. 244 ; of things,τὴν γῆν ὅμηρον ἔχειν Th.1.82
: neut. pl.,ὅμηρα δούς Lys.12.68
, cf. Plb.3.52.5, OGI 751.5 (ii B.C.) ;ὥσπερ.. ὁμήρους ἔχομεν τοῦ λόγου τὰ παραδείγματα Pl. Tht. 202e
: neut. pl. even of one person, ([place name] Tolophon) ;ὃς ἦν ὅμηρα LXX 1 Ma. 1.10
.
См. также в других словарях:
Ὁμήρων — Ὅμηρος Homer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμήρων — ὅμηρος pledge masc gen pl ὅμηρος pledge neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
άγια — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Κωμόπολη (υψόμ. 200 μ., 3.027 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγιάς του νομού Λαρίσης. Αποτελεί έδρα του δήμου Αγιάς. H Α. είναι χτισμένη ανάμεσα στην Όσσα και το Μαυροβούνι μέσα σε πυκνή βλάστηση και άφθονα νερά. 2.… … Dictionary of Greek
ερετριακός — ή, ό και ερετρικός, ή, ό (AM ἐρετριακός, ή, όν και ἐρετρικός, ή, όν) [Ερέτρια] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ερέτρια, αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από αυτή 2. φρ. α) «ερετριακή τέχνη» β) «ερετριακά αγγεία» αγγεία που προέρχονται από… … Dictionary of Greek
ομηρεία — και ομηρία, η (Α ὁμηρεία και ιων. τ. ὁμηρείη και ὁμηρέα) [ομηρεύω (Ι)] η κατάσταση τού ομήρου, το να είναι κανείς όμηρος αρχ. 1. παροχή ομήρων ως εγγύηση 2. εγγύηση, ασφάλεια … Dictionary of Greek
Αβέρωφ-Τοσίτσας, Ευάγγελος — (Τρίκαλα 1910 – 1990). Πολιτικός και συγγραφέας. Απόγονος του μεγάλου ευεργέτη Γεωργίου Α. Σπούδασε νομικά και πολιτικές και οικονομικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο της Λοζάνης. Αρχικά εργάστηκε ως δημοσιογράφος στη Λοζάνη, ενώ παράλληλα έστελνε… … Dictionary of Greek
Αιμίλιος Παύλος — Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Ύπατος το 219 216 π.Χ. Το 219 νίκησε τον Δημήτριο της Φάρου, ηγεμόνα της βόρειας Ιλλυρίας. Το 218 ήταν μέλος της ρωμαϊκής πρεσβείας στην Καρχηδόνα και πέθανε στις Κάνες το 216. 2. Α.Π. ο… … Dictionary of Greek
Βανς, Σάιρους Ρόμπερτς — (Cyrus Roberts Vance, Κλάρκσμπουργκ, Δυτική Βιρτζίνια 1917 – 2001). Αμερικανός νομικός, διπλωμάτης και πολιτικός. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο του Γέιλ και ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία ως δικηγόρος αρχικά στη Νέα Υόρκη και στη… … Dictionary of Greek
Διεθνής Αμνηστία — Παγκόσμια, ανεξάρτητη οργάνωση που αποσκοπεί στον σεβασμό των διεθνών συμβάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως αυτά διατυπώθηκαν στην Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που υιοθετήθηκε από τον ΟΗΕ στις 10 Δεκεμβρίου 1948. Η Δ.Α … Dictionary of Greek
Εντέμπε — (Entebbe). Πόλη (57.400 κάτ. το 2002) της Ουγκάντα, στο νότιο τμήμα της χώρας. Είναι χτισμένη σε υψόμετρο 1.180 μ., σε μια επίπεδη χερσόνησο της βορειοδυτικής ακτής της λίμνης Bικτορίας. Η πόλη είναι γνωστή για το ήπιο κλίμα της. Ιδρύθηκε το 1893 … Dictionary of Greek