-
1 ομέστιος
-
2 ὁμέστιος
-
3 ομεστιος
2живущий у одного очага, обитающий вместе(ὁ. τινι Arph. или τινος Soph.; ὁμέστιοι καὴ πολῖται Polyb.; ὁμοτράπεζοι καὴ ὁμέστιοι Plut.)
-
4 ὁμέστιος
ὁμέστιος, ον,A sharing the same hearth or dwelling together with,ἀθανάτοις ἄλλοισιν ὁ. Emp.147.1
; σὺ δ' ὁ. θεοῖς ; Ar.Fr. 655 : abs., C43(Delph., iv B.C.) ;ὁ. καὶ πολῖται Plb.4.33.5
;ὁμοτράπεζοι καὶ ὁ. Plu.2.703e
([full] ὁμοέστιος here and v.l. in Plb.2.57.7): metaph., Procl.in Prm.p.601 S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμέστιος
-
5 ὁμέστιος
ὁμ-έστιος, an einem Herde zusammenwohnend, Hausgenosse -
6 ομοεστιος
-
7 ομέστιον
ὁμέστιοςsharing the same hearth: masc /fem acc sgὁμέστιοςsharing the same hearth: neut nom /voc /acc sg -
8 ὁμέστιον
ὁμέστιοςsharing the same hearth: masc /fem acc sgὁμέστιοςsharing the same hearth: neut nom /voc /acc sg -
9 ὁμ-ωχέτης
ὁμ-ωχέτης, ὁ, äol. u. dor. für ὁμοεχέτης, zusammenhaltend, zusammenwohnend; τοὺς ὁμωχέτας δαίμονας ruft ein Böoter an Thuc. 4, 97, = ὁμέστιος, oder die allgemeinen Götter des Landes.
-
10 ὁμό-οικος
-
11 ὁμο-έστιος
ὁμο-έστιος, Heerd-, d. i. Hausgenosse; Plut. Svmp. 7, 4, 5; Pol. 2, 57, 7 v. l. für ὁμέστιος.
-
12 ομεστίοις
-
13 ὁμεστίοις
-
14 ομεστίου
-
15 ὁμεστίου
-
16 ομεστίους
-
17 ὁμεστίους
-
18 ομεστίων
-
19 ὁμεστίων
-
20 ομέστια
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ομέστιος — ὁμέστιος και ὁμοέστιος, ον (Α) αυτός που κατοικεί στην ίδια οικία, ο συγκάτοικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + έστιος (< ἑστία), πρβλ. εφ έστιος] … Dictionary of Greek
ὁμέστιος — sharing the same hearth masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμέστιον — ὁμέστιος sharing the same hearth masc/fem acc sg ὁμέστιος sharing the same hearth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμεστίοις — ὁμέστιος sharing the same hearth masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμεστίου — ὁμέστιος sharing the same hearth masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμεστίους — ὁμέστιος sharing the same hearth masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμεστίων — ὁμέστιος sharing the same hearth masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμέστια — ὁμέστιος sharing the same hearth neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμέστιοι — ὁμέστιος sharing the same hearth masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εστία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία (ε. κωνικής τομής) και στην οπτική (ε. ενός οπτικού συστήματος). Στη γεωμετρία, ένα σημείο F του επιπέδου μιας κωνικής τομής Κ ονομάζεται: μία ε. της Κ, εάν και μόνο εάν, για κάθε σημείο Μ = (x,ψ) της Κ η… … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek