Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὁλόλευκος

См. также в других словарях:

  • ὁλόλευκος — all white masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολόλευκος — η, ο (Α ὁλόλευκος, ον) κατάλευκος, κάτασπρος, εντελώς λευκός («στέλλει κι αυτής ολόλευκα, ρούχα νυμφικά», Βιζυην.) …   Dictionary of Greek

  • ολόλευκος — η, ο ο εντελώς λευκός, κατάλευκος, ολόασπρος. Το σπίτι τους απέξω είναι ολόλευκο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁλόλευκον — ὁλόλευκος all white masc acc sg ὁλόλευκος all white neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλολεύκου — ὁλόλευκος all white masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλολεύκους — ὁλόλευκος all white masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλόλευκοι — ὁλόλευκος all white masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • себель — рыба Alburnus lucidus , сибиль – то же, южн. (Даль 1), донск. (Миртов), харьк. (РФВ 30, 191), себель, донск. (Миртов), укр. себель Alburnus lucidus . Древнейшая форма неясна. Возм., *вьсебѣль от весь и белый? Ср. лат. alburnus : albus белый ,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • κάτασπρος — και κατάσπρος, η, ο 1. κατάλευκος, ολόλευκος («κατά τον κάτασπρο λαιμό που λάμπει ωσάν τον κύκνο», Σολωμ.) 2. (για πρόσ.) πολύ χλωμός …   Dictionary of Greek

  • λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… …   Dictionary of Greek

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»