-
1 ολόγραφοι
-
2 ὁλόγραφοι
См. также в других словарях:
ὁλόγραφοι — ὁλόγραφος written in full masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολόγραφος — η, ο (ΑΜ ὁλόγραφος, ον) 1. (για λέξη) γραμμένος με όλα τα γράμματα, δηλ. όχι συντετμημένα ή με τα αρκτικά της 2. γραμμένος εξ ολοκλήρου από το χέρι τού συγγραφέα, ιδιόγραφος («ὡς καὶ τοῡτο ὁλόγραφοι δηλοῡσιν αὐτοῡ πρὸ τῶν τόμων ἐπισημειώσεις»,… … Dictionary of Greek