-
1 ολομελεία
-
2 ὁλομελείᾳ
-
3 ολομέλεια
-
4 ὁλομέλεια
-
5 ὁλομέλεια
ὁλομέλ-εια, ἡ, Pythag. name forGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁλομέλεια
-
6 ολομελείας
ὁλομελείᾱς, ὁλομέλειαsix: fem acc plὁλομελείᾱς, ὁλομέλειαsix: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 ὁλομελείας
ὁλομελείᾱς, ὁλομέλειαsix: fem acc plὁλομελείᾱς, ὁλομέλειαsix: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 οὐλομελίη
A wholeness of limbs: hence, the general nature of a thing,περὶ ἀδένων οὐλομελίης Hp.Art.11
, Gland. 1 and 7, also cited by Gal.UP1.8: dat. οὐλομελίῃ, as Adv., = καθόλου, upon the whole, Hsch.; so κατὰ οὐλομελίην, opp. κατὰ μέρος, Hp.Alim. 23.—In Arist.Metaph. 1093b4, codd. have τῇ οὐλομελείᾳ τοῦ οὐρανοῦ (leg. ὁλομελείᾳ, as in Theol.Ar.36), to the whole celestial system.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐλομελίη
-
9 ολομέλειαν
-
10 ὁλομέλειαν
См. также в других словарях:
ὁλομελείᾳ — ὁλομελείᾱͅ , ὁλομέλεια six fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλομέλεια — six fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολομέλεια — η (ΑΜ ὁλομέλεια, Α ιων. τ. oὐλομέλεια και οὐλομελίη) [ολομελής] η ύπαρξη όλων τών μελών, το να είναι κάτι άρτιο, η αρτιμέλεια νεοελλ. 1. το σύνολο τών μελών συνεδριάζοντος σώματος («η ολομέλεια τής βουλής») 2. σύνοδος κεντρικού διευθύνοντος… … Dictionary of Greek
ολομέλεια — η το σύνολο των μελών σώματος που συνεδριάζει: Η ολομέλεια του Αρείου Πάγου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁλομελείας — ὁλομελείᾱς , ὁλομέλεια six fem acc pl ὁλομελείᾱς , ὁλομέλεια six fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλομέλειαν — ὁλομέλεια six fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βαφειάδης, Μάρκος — (Θεοδόσια, Μικρά Ασία 1906 – Αθήνα 1992). Ηγετική μορφή της Ελληνικής Αντίστασης (1941 44) και βουλευτής (1989 92). Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή πέρασε στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα στη Θεσσαλονίκη. Στη συνέχεια πήγε στην Καβάλα και… … Dictionary of Greek
Επικρατείας, Συμβούλιο της– — Ονομασία που φέρει σε διάφορες χώρες το ανώτατο δικαστήριο διοικητικής δικαιοσύνης, στο οποίο έχουν ανατεθεί κατά κανόνα, εκτός από τις καθαυτό δικαιοδοτικές αρμοδιότητες, και γνωμοδοτικά καθήκοντα, ως συμβουλευτικού οργάνου της διοίκησης.… … Dictionary of Greek
Άρειος πάγος — I Χαμηλός (115 μ.) πετρώδης λόφος της Αθήνας, ΒΔ της Ακρόπολης, που έχει συνδεθεί με τις πανάρχαιες παραδόσεις του τόπου. Πάγος σημαίνει πετρώδης βράχος· για τη σημασία του Άρειος υπάρχουν πολλές απόψεις: μία τον συνδέει με τον Άρη, άλλη, και η… … Dictionary of Greek
δικαστήρια — Σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 26) τα δ. ασκούν τη δικαστική λειτουργία του κράτους. Στην Ελλάδα, η δομή και η οργάνωση των δ. ρυθμίστηκε θεμελιωδώς, μετά τη σύσταση του Βασιλείου, από τον Οργανισμό των Δικαστηρίων και Συμβολαιογραφείων… … Dictionary of Greek
Σοβιετική Ένωση Ιστορία — Η ιστορία του σοβιετικού κράτους αρχίζει με τη «μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση», όπως πέρασε ήδη στην παγκόσμια ιστορία το εγχείρημα που κορυφώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 1917 και έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση του σοβιετικού κράτους και το… … Dictionary of Greek