-
1 οὐλο-μελία
οὐλο-μελία, ἡ, für ὁλομελία, das ganze Glieder Haben, die Ganzheit, Gesammtheit, Hippocr.; u. οὐλομελίᾳ, überhaupt, im Allgemeinen, Hesych. erklärt καϑόλου, συλλήβδην.
-
2 οὐλομελία
οὐλο-μελία, ἡ, für ὁλομελία, das ganze Glieder Haben, die Ganzheit, Gesamtheit
См. также в других словарях:
ουλομελίη — οὐλομελίη, ἡ (Α) 1. η ολομέλια*, η αρτιμέλεια, η ολότητα τών μελών και, κατ επέκτ., η γενική φύση ενός πράγματος 2. (η δοτ. ως επίρρ.) οὐλομελίῃ (κατά τον Ησύχ.) «καθόλου, συλλήβδην» 3. φρ. «κατὰ οὐλομελίην» γενικώς, συνολικώς … Dictionary of Greek