-
1 ὁλοκαυτέω
A bring a burnt-offering, offer whole, X.An.7.8.4 : [tense] impf. ὡλοκαύτει ib.5 :—[voice] Pass., ὁλοκαυτεῖται (v.l. -οῦται) J.AJ3.9.1:—more usu. [suff] ὁλοκαυτ-όω, ὡλοκαύτωσαν v.l. in X.Cyr.8.3.24 ;ὁλοκαυτῶσαι J.AJ1.13.1
, etc. (ὁλοκαυτοῦσιν Plu.2.694b
,ὁλοκαυτῶν J.AJ3.9.1
, may belong to either form).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁλοκαυτέω
-
2 ὁλοκαυτίζω
A = ὁλοκαυτέω, Porph.Abst.2.54 :—Subst. [suff] ὁλοκαυτ-ισμός, ὁ, = ὁλοκαύτησις, Phot.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁλοκαυτίζω
-
3 ὁλοκαύτωσις
A sacrifice of a burntoffering, LXXEx.29.25,al., J.AJ3.9.1 : but [suff] ὁλοκαύτ-ησις, εως, ἡ, IG42(1).97.2, al. (Epid.) ; cf. ὁλοκαυστέω, ὁλοκαυστησις.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁλοκαύτωσις
-
4 ὁλόκαυτος
ὁλόκαυτ-ος, ον,2 in full flame, opp. ἡμίκαυτος, Gal.18(1).225.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁλόκαυτος
-
5 ὁλοκαύτωμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁλοκαύτωμα
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский