Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ὁλμίσκος

См. также в других словарях:

  • ολμίσκος — ο (Α ὁλμίσκος) [όλμος] νεοελλ. μικρός όλμος αρχ. 1. η κοίλη σιδερένια υποδοχή στην οποία εισέρχεται η στρόφιγγα τής θύρας προκειμένου να ανοίξει ή να κλείσει («ἐπὶ τῆς κλεισμένης ἢ ἀνοιγομένης θύρας ὁ μὲν κατὰ τοῡ ὁλμίσκου βεβηκὼς στροφεὺς τῷ… …   Dictionary of Greek

  • ὁλμίσκοι — ὁλμίσκος socket of the hinge of a door masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλμίσκοις — ὁλμίσκος socket of the hinge of a door masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλμίσκου — ὁλμίσκος socket of the hinge of a door masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλμίσκους — ὁλμίσκος socket of the hinge of a door masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»