-
1 ὁλκεῖον
-
2 ὁλκεῖον
-
3 ὁλκίον
-
4 ὁλκαῖος
ὁλκαῖος, gezogen, geschleppt, bes. vom schleppenden Gange, kriechend, schleichend; Nic. oft, wie Ther. 267, von der Natter ib. 118 παλίγκοτος ἀντομένοισι δάγματι πλειοτέρῃ καὶ ὁλκαίην ἐπὶ σειρήν, Schol. ἑλκομένην. οὐράν; dah. ἡ ὁλκαία geradezu der Schwanz, der nachgeschleppt wird, αἵϑ' ὑπὸ ταύρου ὁλκαίην ψαίρουσαι ὀλίζωνες φορέονται, Ther. 122; Ap. Rh. 4, 1614; Callim. frg. 547; – τὸ ὁλκαῖον, jeder Theil eines Körpers, der nachgeschleppt wird, auch der Bauch des Schiffes, u. übh. jedes bauchige, weite Gefäß, Wanne, Pokal u. dgl. – Vgl. auch ὁλκεῖον u. ὁλκίον. – Das Wort scheint nur der spätern Dichtersprache anzugehören. – Poll. 6, 99 erkl. ὁλκαῖον, ἐν ᾡ τὰ ἐκπώματα ἐναπονίπτουσιν.
-
5 ὁλκήϊον
См. также в других словарях:
ολκείον — ὁλκεῑον, δ. γρφ. ὁλκίον, επικ. τ. ὁλκήϊον, τὸ (Α) [ολκή] 1. το οπίσθιο μέρος τής πρύμνης τού πλοίου 2. μεγάλη λεκάνη μέσα στην οποία έπλεναν τα ποτήρια … Dictionary of Greek
ὁλκεῖον — large bowl neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλκεῖα — ὁλκεῖον large bowl neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλκείων — ὁλκεῖον large bowl neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολκήϊον — ὁλκήϊον, τὸ (Α) (επικ. τ.) βλ. ολκείον … Dictionary of Greek
ολκαίος — ὁλκαῑος, αία, ον, ιων. τ. θηλ. ὁλκαίη (Α) [ολκή] 1. (για πλοίο) αυτός που σύρεται, που ρυμουλκείται 2. (για φίδι) αυτός που έρπει 3. (για δρόμο) οφιοειδής («ἕρπει ἀτραπὸν ὁλκαίην δολιχῷ μηρύγματι γαστρός», Νίκ.) 4. αλλεπάλληλος, διαδοχικός… … Dictionary of Greek
όλκιον — ὅλκιον, τὸ (Α) βλ. ολκείον … Dictionary of Greek