-
1 οκοίην
-
2 ὁκοίην
См. также в других словарях:
ὁκοίην — ὁκοί̱ην , ὁποῖος of what sort fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδέω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνδέω Α [δέω (II) / δένω] 1. ενώνω, δένω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα με σκοπό τη συγκράτησή τους 2. συνάπτω πνευματικούς, ψυχικούς ή άλλους δεσμούς ή και συμφέροντα με κάποιον (α. «τούς συνδέει στενή φιλία» β. «τὸ μὲν γὰρ… … Dictionary of Greek