Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὁδὸν

  • 121 παλαιός

    πᾰλαιός (-ός, -οῦ, -όν; -ά, -άν, -αί, -αῖσι: comp. παλαιότεροι, παλαιτέροιςι): superl. παλαιτάτῳ.)
    1 ancient, in ancient times

    φαντὶ δ' ἀνθρώπων παλαιαὶ ῥήσεις O. 7.54

    αἴνει δὲ παλαιὸν μὲν οἶνον, ἄνθεα δ' ὕμνων νεωτέρων O. 9.48

    ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος P. 5.55

    αὖτις ἐγεῖραι καὶ παλαιὰν δόξαν ἑῶν προγόνων (v. l. παλαιῶν) P. 9.105

    παλαιαῖσι δ' ἐν ἀρεταῖς γέγαθε Πηλεὺς ἄναξ N. 3.32

    ἄλσει παλαιτάτῳ N. 7.44

    ἴστε μὰν Κλεωνύμου δόξαν παλαιὰν ἅρμασιν l. 3. 16.

    ἐκ λεχέων ἀνάγει φάμαν παλαιὰν εὐκλέων ἔργων I. 4.22

    ἀλλὰ παλαιὰ γὰρ εὕδει χάρις I. 7.16

    ]ι παλαιὸν[..]τοκεῦσιν[ Θρ.. 1. οἷσι δὲ Περσεφόνα ποινὰν παλαιοῦ πένθεος δέξεται fr. 133. 1. comp., pro subs., older men, elders,

    τὸν Ἱπποκλέαν ἔτι καὶ μᾶλλον σὺν ἀοιδαῖς ἕκατι στεφάνων θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις P. 10.58

    ἐν παισὶ νέοισι παῖς, ἐν ἀνδράσιν ἀνήρ, τρίτον ἐν παλαιτέροισι N. 3.73

    καὶ ταῦτα μὲν παλαιότεροι ὁδὸν ἀμαξιτὸν εὗρον N. 6.53

    Lexicon to Pindar > παλαιός

  • 122 παρέλκω

    1 draw aside

    ἐπὶ μὰν βαίνει τι καὶ λάθας ἀτέκμαρτα νέφος, καὶ παρέλκει πραγμάτων ὀρθὰν ὁδὸν ἔξω φρενῶν O. 7.46

    Lexicon to Pindar > παρέλκω

  • 123 πάτριος

    a of one's father

    ἀντεφθέγξατο δ' ἀρτιεπὴς πατρία ὄσσα O. 6.62

    b of one's fathers, ancestral

    ἄρουραν ἔτι πατρίαν σφίσιν κόμισον λοιπῷ γένει O. 2.14

    πατρίαν εἴπερ καθ' ὁδόν νιν εὐθυπομπὸς αἰὼν ταῖς μεγάλαις δέδωκε κόσμον Ἀθάναις N. 2.6

    φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτε θρασυμήδεα καὶ δεινὰν στάσιν πατρίων οἴκων ἀπό τ' Ἀργεος (Er. Schmid: πατρώων codd.) N. 9.14 ]ι πόλιν πᾰτρίαν (Snell: πατρωίαν papyri, in una Π post πόλιν positum) Pae. 6.178

    Lexicon to Pindar > πάτριος

  • 124 πεδιάς

    πεδιᾰς f. adj.,
    1 level εὐθύτομόν τε κατέθηκεν Ἀπολλωνίαις ἀλεξιμβρότοις πεδιάδα πομπαῖς ἔμμεν ἱππόκροτον σκυρωτὰν ὁδόν pr. P. 5.91

    Lexicon to Pindar > πεδιάς

  • 125 πεζός

    1 on foot

    ναυσὶ δ' οὔτε πεζὸς ἰών κεν εὕροις ὁδόν P. 10.29

    παρὰ Λύδιον ἅρμα πεζὸς οἰχνέων fr. 206.

    Lexicon to Pindar > πεζός

  • 126 πομπά

    πομπά (-ά, -άν, -αί, -ᾶν.)
    b (cf. πομπαῖος) escorting ( Αἴαντα)

    θοαῖς ἂν ναυσὶ πόρευσαν εὐθυπνόου Ζεφύροιο πμοπαὶ πρὸς Ἴλου πόλιν N. 7.29

    c procession

    Τέαπολέμῳ ἵσταται μήλων τε κνισάεσσα πομπὰ καὶ κρίσις ἀμφ' ἀέθλοις O. 7.80

    εὐθύτομόν τε κατέθηκεν Ἀπολλνωίαις ἀλεξιμβρότοις πεδιάδα πομπαῖς ἔμμεν ἱππόκροτον σκυρωτὰν ὁδόν P. 5.91

    ἡροίαις δὲ πομπαῖς θεμισκόπον οἰκεῖν ἐόντα πολυθύτοις N. 7.46

    Lexicon to Pindar > πομπά

  • 127 ποτί

    ποτί ( ποτ before vowel) = πρός.
    a prep. c. acc.,
    I to, towards

    ποτὶ δῶμα Διὸς μεταβᾶσαι O. 1.42

    ποτὶ πελώριον ὁρμάσαι κλέος O. 10.21

    ποτὶ καὶ τὸν ἵκοντ P. 2.36

    καὶ μέλλεις ὑπὲρ πόντου Διὸς ἔξοχον ποτὶ κᾶπον ἐνεῖκαιP. 9.53

    ἀπότρεπε αὖτις Εὐρώπαν ποτὶ χέρσον ἔντεα ναός N. 4.70

    Αἰγᾶθεν ποτὶ κλειτὰν θαμὰ νίσεται Ἰσθμὸν Δωρίαν N. 5.37

    δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.7

    παῦροι δὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου νεφέλαν τρέψαι ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί N. 9.38

    ἀγών τοι χάλκεος δᾶμον ὀτρύνει ποτὶ βουθυσίαν Ἥρας N. 10.23

    ἀλλ' ἐπέρα ποτὶ μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι πλέων Νείλου πρὸς ἀκτάν I. 2.41

    [ καίτοι ποτ' Ἀνταίου δόμους (v. l. καί τοί ποτ) I. 4.52] Θέμιν Μοῖραι ποτὶ κλίμακα σεμνὰν ἆγον Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδὸν fr. 30. 3. [ πὸτ τὰν Ἀφροδίταν (codd.: πρὸς Ἀφρ. Wil.) fr. 122. 5.]
    II against

    ποτὶ κέντρον δέ τοι λακτιζέμεν τελέθει ὀλισθηρὸς οἶμος P. 2.94

    ποτὶ δ' ἐχθρὸν ὑποθεύσομαι P. 2.84

    μολόντα βαιοῖς σὺν ἔντεσιν ποτὶ πολὺν στρατόν Pae. 2.75

    ὁ γὰρ ἐξ οἴκου ποτὶ μῶμον ἔπαινος κίρναται (contra Boeckh, “nam laus e familia profecta vituperio est”) *fr. 181.*
    III in respect of, towards

    σὲ ποτὶ πάντα λόγον ἐπαινεῖν P. 2.66

    ἔσαναν αὐτίκ' ἀγγελίαν ποτὶ γλυκεῖαν ἐσλοί O. 4.5

    σαίνων ποτὶ πάντας P. 2.82

    IV towards the time of, about

    ὥριον ποτὶ χρόνον Pae. 3.14

    b c. gen.
    I by, at the hand of

    οὐδ' ἐπέρναντο γλυκεῖαι μελιφθόγγου ποτὶ Τερψιχόρας ἀοιδαί I. 2.7

    II in the eyes of, before

    δίδοι τέ οἱ αἰδοίαν χάριν καὶ ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων O. 7.90

    c c. dat.
    I at, on

    ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις P. 9.118

    Lexicon to Pindar > ποτί

  • 128 πρᾶγμα

    πρᾱγμα (-ατος, -ατι, -α, -άτων.)
    1 undertaking, business

    δεῖξέν τε Κοιρανίδᾳ πᾶσαν τελευτὰν πράγματος O. 13.75

    τιμὰν μεγίσταν πράγματι παντὶ φέρειν P. 4.278

    μᾶτερ ἐμά, τὸ τεόν, χρύσασπι Θήβα, πρᾶγμα καὶ ἀσχολίας ὑπέρτερον θήσομαι I. 1.2

    pl., ἐπὶ μὰν βαίνει τι καὶ λάθας ἀτέκμαρτα νέφος καὶ παρέλκει πραγμάτων ὀρθὰν ὁδὸν ἔξω φρενῶν i. e. of duty O. 7.46

    Lexicon to Pindar > πρᾶγμα

См. также в других словарях:

  • ὀδόν — ὀδούς tooth masc voc sg ὀδών tooth masc voc sg οὐδός 1 threshold masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδόν — ὁδός 1 way masc acc sg ὁδός 2 way fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὔκολον τὴν εἰς Ἅιδου ὁδὸν καταμύοντας γοῦν κατιέναι. — См. Вход в него для всех открыт, Из него же нет исхода …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

  • Variantes textuelles du Nouveau Testament — Les variantes textuelles sont les altérations d’un texte qui surviennent par propagation des erreurs (intentionnelles ou accidentelles) des copistes. Ces altérations peuvent être la suppression ou la répétition d’un mot, ce qui arrive lorsque… …   Wikipédia en Français

  • Mark 1 — This article is about the chapter of the Book of Mark. For other uses, see Mark I. Gospel of Mark Mark 1 Mark 2 Mark 3 Mark 4 Mark 5 Mark 6 Mark 7 Mark 8 Mark 9 Mark 10 Mark 11 Mark 12 Mark 13 …   Wikipedia

  • HENOTICON — q. Ep. Pacificatoria edictum Zenonis Imp. suasu Acacii Patr. CP. promulgatum, ad Eutychianos cum Orthodoxis uniendos. Quo, quoad externam speciem, symbolum fidei Conciliorum Oecum. Niceni, Constantinopolitani et Ephesini recipiendum inculcabatur …   Hofmann J. Lexicon universale

  • IGNETES — pop. Rhodii, quos Telchinibus successisse tradit Hesych. Ι῎γνητες, inquit, οὕτως ὠνομάζοντο οἱ μετα τοὺς Τελχεῖνας ἐποικήςαντες τὴν Ρ῾όδον. Tamen Ignetes, sive Gnetes iidem qui γνήσιοι s. ἐθαγενεῖς, i.e. indigena. Steph. Γνῆς, ἔθνος οἰκῆ???αν τὴν …   Hofmann J. Lexicon universale

  • είμι — εἶμι (Α) Ι. 1. έρχομαι («εἶμι δεῡρο», εἶμι εἴσω») 2. πηγαίνω (α. «εἶμι οἴκαδε» β. «πάλιν εἶμι» επιστρέφω, ξαναγυρίζω) 3. πορεύομαι («ὁδὸν εἶμι» ακολουθώ πορεία) 4. διέρχομαι, περνώ ανάμεσα («εἶμι τὸ μέσον τοῡ οὐρανοῡ») 5. κινούμαι, ταξιδεύω,… …   Dictionary of Greek

  • στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… …   Dictionary of Greek

  • Греческий — ἵπποι ταί με φέρουσιν, ὅσον τ′ ἐπὶ θυμὸς ἱκάνοι, πέμπον, ἐπεί μ′ ἐς ὁδὸν βῆσαν πολύφημον ἄγουσαι δαίμονος, ἣ κατὰ πάντ′ ἄστη φέρει εἰδότα φῶτα· τῆι φερόμην· τῆι γάρ με πολύφραστοι φέρον ἵπποι ἅρμα τιταίνουσαι, κοῦραι δ′ ὁδὸν ἡγεμόνευον. ἄξων δ′… …   Определитель языков мира по письменностям

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»