Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὁδοποιΐα

См. также в других словарях:

  • ὁδοποιίᾳ — ὁδοποιίαι , ὁδοποιία roadmaking fem nom/voc pl ὁδοποιίᾱͅ , ὁδοποιία roadmaking fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδοποιία — η (Α ὁδοποιΐα και ὁδοποΐα) [οδοποιός] η κατασκευή οδού, το έργο τού οδοποιού νεοελλ. το σύνολο τών τεχνικών εργασιών που γίνονται για τη χάραξη και κατασκευή ή επισκευή και διαρρύθμιση τών χερσαίων οδών και ο αντίστοιχος επιστημονικός και… …   Dictionary of Greek

  • οδοποιία — η το σύνολο των ενεργειών για κατασκευή ή συντήρηση δρόμου: Το κράτος διαθέτει κάθε χρόνο μεγάλα ποσά για την επαρχιακή οδοποιία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁδοποιίας — ὁδοποιίᾱς , ὁδοποιία roadmaking fem acc pl ὁδοποιίᾱς , ὁδοποιία roadmaking fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδοποιίαι — ὁδοποιία roadmaking fem nom/voc pl ὁδοποιίᾱͅ , ὁδοποιία roadmaking fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδοποιίαν — ὁδοποιίᾱν , ὁδοποιία roadmaking fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεροτρύπανο — Εργαλειομηχανή που χρησιμοποιείται για να ανοίγει τρύπες κάθε διαμετρήματος με τη βοήθεια πεπιεσμένου αέρα που παρέχεται από αεροσυμπιεστή. Οι εφαρμογές του είναι ποικίλες και σε όλους τους τομείς: την οδοποιία, την υδραυλική, τη μεταλλευτική και …   Dictionary of Greek

  • εκσκαφέας — Μηχάνημα που χρησιμοποιείται γενικά για την εκσκαφή σκληρών ή θρυμματισμένων βράχων και για την εύκολη και γρήγορη απομάκρυνση των υλικών που προκύπτουν από την εκσκαφή. Όταν η εκσκαφή γίνεται στον βυθό της θάλασσας, το μηχάνημα ονομάζεται… …   Dictionary of Greek

  • σκυρόδεμα — Κονίαμα από τσιμέντο, χαλίκια και άμμο, το οποίο σκληραίνει με την πήξη και είναι κατάλληλο για διάφορες ανθεκτικές κατασκευές. Στο σ., τα υλικά αυτά ανακατεύονται σε ορισμένες αναλογίες, συνήθως 300 κιλά κανονικού τσιμέντου (συνδετικό υλικό), με …   Dictionary of Greek

  • σκύρο — και σκίρο και σκίρρο, το, Ν 1. σύντριμμα πέτρας, χαλίκι 2. στον πληθ. τα σκύρα μικρά κομμάτια πέτρας ακανόνιστου σχήματος παραγόμενα στα λατομεία με την συντριβή λίθων σε ειδικά μηχανήματα και χρησιμοποιούμενα στη δομική για την παρασκευή… …   Dictionary of Greek

  • αλέρκη — (alerce). Δέντρο που φυτρώνει μόνο στη Χιλή. Ανήκει στην οικογένεια των κυπαρισσοειδών και φτάνει σε ύψος τα 40 μ. Έχει λευκό φλοιό και το ξύλο του χρησιμοποιείται στις οικοδομές και στην οδοποιία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»