-
1 οδοιπορίη
ὁδοιπορίαwalking: fem nom /voc sg (epic ionic)——————ὁδοιπορίαwalking: fem dat sg (epic ionic) -
2 ὁδοιπορίη
Βλ. λ. οδοιπορίη -
3 ὁδοιπορίῃ
Βλ. λ. οδοιπορίη -
4 οδοιπορια
ион. ὁδοιπορίη ἥ путешествие, поездка, путьπαρὰ τὸν ποταμὸν ὁδοιπορίην ποιεῖσθαι Hom. — совершать путь вдоль реки, т.е. берегом;
ὁδοιπορίῃσι διαχρᾶσθαι Her. — идти сухим путем -
5 δηναιός
A long-lived, Il.5.407;δ. κλέος Theoc.16.54
; long-continued,ὁδοιπορίη IG14.1780
;χρόνος A.R.4.1547
;βίος AP6.39.7
(Arch.): neut. as Adv., Man.3.143.2 aged, ; ancient, θρόνοι ib. 912 (and in Eu. 846(lyr.), δαναιᾶν should be restored with Dindorf for δαμαίων, cf. Call.Fr. 105);ἀοιδοί Id.Jov.60
; worn out,δένδρα Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δηναιός
См. также в других словарях:
ὁδοιπορίη — ὁδοιπορία walking fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπορίῃ — ὁδοιπορία walking fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδοιπορία — η (Α ὁδοιπορία και ιων. τ. ὁδοιπορίη) [οδοιπόρος] 1. πορεία σε δρόμο, πεζοπορία 2. μεγάλη πορεία («ὁ oὖv Ἰησοῡς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο», ΚΔ) αρχ. 1. το ταξίδι διά μέσου ξηράς σε αντιδιαστολή με το ταξίδι διά μέσου θαλάσσης 2.… … Dictionary of Greek