-
1 οδηγία
ὁδηγίᾱ, ὁδηγίαguiding: fem nom /voc /acc dualὁδηγίᾱ, ὁδηγίαguiding: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ὁδηγίᾱͅ, ὁδηγίαguiding: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 οδηγία
η1) указание; совет; напутствие; 2) инструкция; директива;παραβιάζω τίς οδηγίες — нарушать инструкцию;
σύμφωνα με τίς οδηγίες — по инструкции, согласно инструкции;
3) предводительство, руководство;υπό την οδηγία — под водительством, под руководством
-
3 ὁδηγία
Βλ. λ. οδηγία -
4 ὁδηγίᾳ
Βλ. λ. οδηγία -
5 οδηγία
[одигиа] ουσ θ руководство, указание, директива. -
6 ὁδηγία
ὁδηγ-ία, ἡ, -
7 ὁδηγία
ὁδ-ηγία, ἡ, das Wegweisen, Anleiten, der Unterricht -
8 οδηγία
talimat, yönerge, direktifi -
9 οδηγία
directive -
10 οδηγία
1) dyrektywa (f) rzecz.2) wytyczna (f) rzecz. -
11 οδηγία
1) direktiva2) směrnice -
12 οδηγία
1) directive2) guidelineΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > οδηγία
-
13 οδηγίας
ὁδηγίᾱς, ὁδηγίαguiding: fem acc plὁδηγίᾱς, ὁδηγίαguiding: fem gen sg (attic doric aeolic) -
14 ὁδηγίας
ὁδηγίᾱς, ὁδηγίαguiding: fem acc plὁδηγίᾱς, ὁδηγίαguiding: fem gen sg (attic doric aeolic) -
15 οδηγίαν
-
16 ὁδηγίαν
-
17 ὁδ-ηγησία
-
18 οδηγίαις
-
19 ὁδηγίαις
См. также в других словарях:
ὁδηγία — ὁδηγίᾱ , ὁδηγία guiding fem nom/voc/acc dual ὁδηγίᾱ , ὁδηγία guiding fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδηγίᾳ — ὁδηγίᾱͅ , ὁδηγία guiding fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδηγία — η (ΑΜ ὁδηγία) [οδηγός] 1. υπόδειξη τής οδού 2. υπόδειξη τρόπου ενέργειας ή συμπεριφοράς νεοελλ. φρ. «οδηγία τής ΕΟΚ» πράξη τού Συμβουλίου ή τής Επιτροπής τής ΕΟΚ που δεσμεύει κάθε κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται ως προς το επιδιωκόμενο… … Dictionary of Greek
οδηγία — η 1. η πράξη, η ενέργεια του οδηγώ, το να κανονίζει κάποιος την πορεία, το να δείχνει το δρόμο: Με τις οδηγίες του αγροφύλακα βγήκαμε από το δάσος στο δρόμο. 2. λεπτομερής εξήγηση του τρόπου με τον οποίο πρέπει να γίνει κάτι, καθοδήγηση: Έδωσε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁδηγίας — ὁδηγίᾱς , ὁδηγία guiding fem acc pl ὁδηγίᾱς , ὁδηγία guiding fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδηγίαν — ὁδηγίᾱν , ὁδηγία guiding fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδηγίαις — ὁδηγία guiding fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνταγή — (Ιατρ.). Γραπτές οδηγίες που αφορούν την ποιότητα, τη δόση, τη μορφή των φαρμάκων ή τον τρόπο παρασκευής τους. Οι οδηγίες γράφονται σε φύλλα χαρτιού, που στην κορυφή του έχει το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του γιατρού. Σ’ αυτήν αναφέρεται η… … Dictionary of Greek
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
повѣсть — ПОВѢСТ|Ь (128), И с. 1.Сказание, повествование, рассказ: нъ ны ѹво [в др. сп. ѹбо] врем˫а. на коньць бл҃жнаго зовѣть ѥмѹже проити ѹбо слово лѣнить(с). проидѣть же ѡбако аще и дрѧхла ѥсть повѣсть. (τὸ διήγημα) ЖФСт к. XII, 162; о семь сътворивъше… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ήγημα — ἥγημα, τὸ (Α) [ηγούμαι] 1. καθετί που οδηγεί, οδηγία 2. σκέψη, σκοπός («ἔχει τὸ ἥγημα εἰσελθεῑν εἰς τὸν Λίβανον», ΠΔ) … Dictionary of Greek