Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ὁδευομένη

См. также в других словарях:

  • ὁδευομένη — ὁδεύω go pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδεύω — και, στον Ερωτόκρ., οδεύγω (ΑΜ ὁδεύω) [οδός] 1. βαδίζω με προορισμό κάποιον τόπο, πορεύομαι 2. (για ταξιδιώτη) διέρχομαι από σημείο ή τόπο, διασχίζω μια περιοχή νεοελλ. φρ. «οδεύον κύμα» (ραδιοηλ.) κύμα ηλεκτρικού πεδίου το οποίο παρατηρείται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»