-
1 οδευομένη
-
2 ὁδευομένη
-
3 ὁδεύω
A go, travel,ἐπὶ νῆας Il.11.569
;δι' Ἀδραμυττίου X.An.7.8.8
;διὰ νυκτός POxy.2153.21
(iii A.D.) ;κοινῶς ὁ. τινί Babr.15.2
;ἐξ ὑγιείας εἰς νόσον Arist.Fr.41
, cf. Hp.Decent.18 : c. acc. cogn.,τὴν ἐπὶ Σμύρνης Hippon. 15.1
;βιότου τρίβον ὁδεύειν Anacreont.38.2
.2 c. acc. loci, travel over,χθόνα πεζὸς ὁ. A.R.4.1441
;ὁ. τὴν ἔρημον Plu.Eum. 15
;μέγαν οὐρανόν IG 14.2012A36
;εἴκοσι.. λυκάβαντας ὁδεύσας Epigr.Gr.226.3
([place name] Teos):— [voice] Pass., ὁδευομένη (with or without ὁδός) thoroughfare, highway, POxy. 1537.18(iii A. D.), Stud.Pal.20.117.6 (V A. D.).3 [voice] Pass., of Ravenna, γεφύραις καὶ πορθμείοις ὁδευομένη provided with thoroughfares by means of.., Str.5.1.7.
См. также в других словарях:
ὁδευομένη — ὁδεύω go pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδεύω — και, στον Ερωτόκρ., οδεύγω (ΑΜ ὁδεύω) [οδός] 1. βαδίζω με προορισμό κάποιον τόπο, πορεύομαι 2. (για ταξιδιώτη) διέρχομαι από σημείο ή τόπο, διασχίζω μια περιοχή νεοελλ. φρ. «οδεύον κύμα» (ραδιοηλ.) κύμα ηλεκτρικού πεδίου το οποίο παρατηρείται… … Dictionary of Greek