-
1 αρτυσία
ἀρτυσίᾱ, ἀρτυσίαart of seasoning: fem nom /voc /acc dualἀρτυσίᾱ, ἀρτυσίαart of seasoning: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 ἀρτυσία
ἀρτυσίᾱ, ἀρτυσίαart of seasoning: fem nom /voc /acc dualἀρτυσίᾱ, ἀρτυσίαart of seasoning: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 ἀρτυσία
ἀρτῡσία, ἡ,A art of seasoning, cj. Mein. in Alex.36.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρτυσία
-
4 αρτυσιά
η, άρτυσμα τό см. αρτυμή -
5 ὀψ-αρτῡσία
ὀψ-αρτῡσία, ἡ, feinere Speisenzubereitung, Kochkunst; Plat. com. bei Ath. I, 5; Long. 4, 16.
-
6 αρτυσίας
ἀρτυσίᾱς, ἀρτυσίαart of seasoning: fem acc plἀρτυσίᾱς, ἀρτυσίαart of seasoning: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 ἀρτυσίας
ἀρτυσίᾱς, ἀρτυσίαart of seasoning: fem acc plἀρτυσίᾱς, ἀρτυσίαart of seasoning: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 ἀρτυρία
-
9 ὀψαρτῡσία
ὀψ-αρτῡσία, ἡ, feinere Speisenzubereitung, Kochkunst
См. также в других словарях:
ἀρτυσία — ἀρτυσίᾱ , ἀρτυσία art of seasoning fem nom/voc/acc dual ἀρτυσίᾱ , ἀρτυσία art of seasoning fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτυσία — ἀρτυσία, η (Α) [αρτύω] η τέχνη του μαγείρου να κάνει πιο νόστιμα τα φαγητά προσθέτοντας αρτύματα, καρυκεύματα … Dictionary of Greek
ἀρτυσίας — ἀρτυσίᾱς , ἀρτυσία art of seasoning fem acc pl ἀρτυσίᾱς , ἀρτυσία art of seasoning fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτύω — (Α ἀρτύω και ἀρτύνω) (νεοελλ. και αρτύζω και αρταίνω και αρτεύω) καρυκεύω το φαγητό νεοελλ. δίνω σε κάποιον που νηστεύει φαγητό που δεν είναι νηστήσιμο αρχ. 1. ετοιμάζω, τακτοποιώ 2. σχεδιάζω κάτι που απαιτεί επιδεξιότητα ή πανουργία 3. κληροδοτώ … Dictionary of Greek