Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀψῐ-μᾰθής

См. также в других словарях:

  • οψέ — (ΑΜ ὀψέ, Α αιολ. τ. ὄψι) επίρρ. χρον. 1. μετά από πολύ χρόνο, αργά 2. σε προχωρημένη ώρα τής ημέρας, προς το βράδυ αρχ. (ως πρόθ. καταχρ. με γεν.) μετά από αυτά, κατόπιν 2. «ὀψέ ποτε» (κατά τον Ησύχ.) «μόλις ποτέ». [ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. ὀψ τού επιρρ.… …   Dictionary of Greek

  • οψιμαθής — ές (Α ὀψιμαθής, ές) αυτός που διδάχθηκε και έμαθε κάτι σε προχωρημένη ηλικία, καθυστερημένα («τῶν γερόντων τοῑς ὀψιμαθέσι», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που εφαρμόζει με άσχημο τρόπο τα όσα έμαθε 2. (με υποτιμητική σημ.) αυτός που επιδιώκει να μάθει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»