-
1 ὀψι-μαθής
ὀψι-μαθής, ές, spät lernend, einsehend, τινός, Isocr. 12, 96; Plat. Soph. 251 b; τῆς ἀδικίας, Rep. III, 409 b; τῶν πλεονεξιῶν, Xen. Cyr. 1, 6, 35, vgl. 3, 3, 37; Plut. Cat. mai. 2; bes. mit dem spät Erlernten Prunk treibend, kleinlich stolz darauf seiend, Cic. fam. 9, 20, 2; Luc. de salt. 32; auch das spät Erlernte nicht recht verstehend od. verkehrt anwendend, Pol. 12, 9, 4.
-
2 ὀψιμαθής
ὀψι-μαθής, ές, spät lernend, einsehend; bes. mit dem spät Erlernten Prunk treibend, kleinlich stolz darauf seiend; auch das spät Erlernte nicht recht verstehend od. verkehrt anwendend -
3 οψιμαθης
21) начинающий (начавший) поздно учиться(ὀ. τῶν πλεονεξιῶν Xen.)
2) поздно знакомящийся, поздно начинающий понимать(ὀ. τῆς ἀδικίας Plat.)
3) недоучившийся, полуобразованный Polyb., Plut.
См. также в других словарях:
οψέ — (ΑΜ ὀψέ, Α αιολ. τ. ὄψι) επίρρ. χρον. 1. μετά από πολύ χρόνο, αργά 2. σε προχωρημένη ώρα τής ημέρας, προς το βράδυ αρχ. (ως πρόθ. καταχρ. με γεν.) μετά από αυτά, κατόπιν 2. «ὀψέ ποτε» (κατά τον Ησύχ.) «μόλις ποτέ». [ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. ὀψ τού επιρρ.… … Dictionary of Greek
οψιμαθής — ές (Α ὀψιμαθής, ές) αυτός που διδάχθηκε και έμαθε κάτι σε προχωρημένη ηλικία, καθυστερημένα («τῶν γερόντων τοῑς ὀψιμαθέσι», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που εφαρμόζει με άσχημο τρόπο τα όσα έμαθε 2. (με υποτιμητική σημ.) αυτός που επιδιώκει να μάθει… … Dictionary of Greek