-
1 ὀψαμάτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀψαμάτης
-
2 οψαμάτην
-
3 ὀψαμάτην
См. также в других словарях:
οψαμάτης — ὀψαμάτης, ὁ (Α) (δωρ. τ. αντί ὀψαμήτης) αυτός που θερίζει μέχρι τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψέ + ἀμῶ «θερίζω»] … Dictionary of Greek
οψέ — (ΑΜ ὀψέ, Α αιολ. τ. ὄψι) επίρρ. χρον. 1. μετά από πολύ χρόνο, αργά 2. σε προχωρημένη ώρα τής ημέρας, προς το βράδυ αρχ. (ως πρόθ. καταχρ. με γεν.) μετά από αυτά, κατόπιν 2. «ὀψέ ποτε» (κατά τον Ησύχ.) «μόλις ποτέ». [ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. ὀψ τού επιρρ.… … Dictionary of Greek
ὀψαμάτην — ὀψᾱμάτην , ὀψαμάτης one who mows till late at even masc acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)