-
1 οψικαρπος
См. также в других словарях:
πρωΐκαρπος — ον, Α (για φυτά) αυτός που καρποφορεί πρώιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωΐ + καρπός (πρβλ. οψί καρπός)] … Dictionary of Greek
οψίκαρπος — ὀψίκαρπος, ον (Α) αυτός που καρποφορεί αργά, όψιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι (βλ. λ. οψέ) + καρπός] … Dictionary of Greek