-
1 οψινοος
-
2 ὀψίνοος
1 late thinkingἘπιμαθέος ὀψινόου P. 5.28
-
3 ὀψίνοος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀψίνοος
-
4 ὀψίνοος
ὀψί-νοος, spät klug werdend, spät, nachher erkennend -
5 οψίνοον
ὀψίνοοςlate-observing: masc /fem acc sgὀψίνοοςlate-observing: neut nom /voc /acc sgὀψίνουςmasc /fem acc sgὀψίνουςneut nom /voc /acc sg -
6 ὀψίνοον
ὀψίνοοςlate-observing: masc /fem acc sgὀψίνοοςlate-observing: neut nom /voc /acc sgὀψίνουςmasc /fem acc sgὀψίνουςneut nom /voc /acc sg -
7 οψινόου
-
8 ὀψινόου
-
9 οψινόω
-
10 ὀψινόῳ
-
11 Ἐπιμηθεύς
A Epimetheus, Afterthought, brother of Prometheus, Forethought, Hes.Op.85, Pl.Prt. 320d;Ἐ. ἁμαρτίνοος Hes. Th. 511
;ὀψίνοος Pi.P.5.27
; τὸ μεταβουλεύεσθαι Ἐπιμηθέως ἔργον, οὐΠρομηθέως Luc.Prom.Es7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἐπιμηθεύς
См. также в других словарях:
ὀψίνοον — ὀψίνοος late observing masc/fem acc sg ὀψίνοος late observing neut nom/voc/acc sg ὀψίνους masc/fem acc sg ὀψίνους neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψινόου — ὀψίνοος late observing masc/fem/neut gen sg ὀψίνους masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψινόῳ — ὀψίνοος late observing masc/fem/neut dat sg ὀψίνους masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek