-
1 οψωνιασμός
-
2 ὀψωνιασμός
-
3 ὀψωνιασμός
ὀψωνιασμός, ὁ, Beköstigung, Verproviantirung, Sold, Pol. 1, 66, 7. 69, 7; vgl. Lob. Phryn. 420.
-
4 οψωνιασμος
-
5 ὀψωνιασμός
ὀψωνιασμός, ὁ, Beköstigung, Verproviantierung -
6 ὀψωνιασμός
ὀψων-ιασμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀψωνιασμός
-
7 ὀψωνισμός
-
8 ὀψ-ώνιον
ὀψ-ώνιον, τό, = ὀψωνία, u. das Eingekaufte selbst. – Später übh. Kost, Proviant, Sold für ein Heer, wie ὀψωνιασμός, Pol. 6, 39, 12; im plur., 1, 67, 1; N. T.; aber vgl. Lob. Phryn. 420.
-
9 οψωνιασμού
-
10 ὀψωνιασμοῦ
-
11 οψωνιασμούς
-
12 ὀψωνιασμούς
-
13 οψωνιασμών
-
14 ὀψωνιασμῶν
-
15 οψωνιασμόν
-
16 ὀψωνιασμόν
См. также в других словарях:
οψωνιασμός — ὀψωνιασμός, ὁ (Α) [οψωνιάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού οψωνιάζω, προμήθεια τροφίμων 2. οι ζωοτροφές και ο μισθός τού στρατεύματος … Dictionary of Greek
ὀψωνιασμός — furnishing with provisions masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψωνιασμοῦ — ὀψωνιασμός furnishing with provisions masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψωνιασμούς — ὀψωνιασμός furnishing with provisions masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψωνιασμῶν — ὀψωνιασμός furnishing with provisions masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψωνιασμόν — ὀψωνιασμός furnishing with provisions masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οψωνισμός — ὀψωνισμός, ὁ (ΑΜ) [οψωνίζω] (δ. γρφ.) οψωνιασμός* … Dictionary of Greek