Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὀψωνιασμός

См. также в других словарях:

  • οψωνιασμός — ὀψωνιασμός, ὁ (Α) [οψωνιάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού οψωνιάζω, προμήθεια τροφίμων 2. οι ζωοτροφές και ο μισθός τού στρατεύματος …   Dictionary of Greek

  • ὀψωνιασμός — furnishing with provisions masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψωνιασμοῦ — ὀψωνιασμός furnishing with provisions masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψωνιασμούς — ὀψωνιασμός furnishing with provisions masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψωνιασμῶν — ὀψωνιασμός furnishing with provisions masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψωνιασμόν — ὀψωνιασμός furnishing with provisions masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οψωνισμός — ὀψωνισμός, ὁ (ΑΜ) [οψωνίζω] (δ. γρφ.) οψωνιασμός* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»