-
1 ὀψοδεία
A want of food or fish, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀψοδεία
См. также в других словарях:
κριθοδεία — κριθοδεία, ἡ (Μ) έλλειψη κριθαριού, ανεπαρκής παραγωγή κριθαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + συνδετικό φωνήεν ο + δεία (< δεής < δέω [Ι]) (πρβλ. οψο δεία, σιτο δεία)] … Dictionary of Greek
σιτοδεία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σιτοδείη, Α έλλειψη σιτηρών, πλήρης έλλειψη τροφίμων, λόγω κακής σοδειάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + δεία (< δεής < δέομαι «έχω έλλειψη»), πρβλ. ὀψο δεία] … Dictionary of Greek