Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὀψοφάγος

См. также в других словарях:

  • οψοφάγος — ὀψοφάγος, ὁ (Α) 1. αυτός που τρώει χωρίς ψωμί εδέσματα τα οποία συνήθως συνοδεύονται με ψωμί, ο λαίμαργος 2. αυτός που τού αρέσουν υπερβολικά τα καλά φαγητά, καλοφαγάς 3. ονομασία ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, έδεσμα» + φάγος (< θ. φάγ ,… …   Dictionary of Greek

  • ὀψοφάγος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψοφάγω — ὀψόφαγος one who eats delicacies masc nom/voc/acc dual ὀψόφαγος one who eats delicacies masc gen sg (doric aeolic) ὀψοφάγος masc nom/voc/acc dual ὀψοφάγος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψοφαγίστατον — ὀψοφάγος masc acc sg ὀψοφάγος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψοφάγοις — ὀψόφαγος one who eats delicacies masc dat pl ὀψοφάγος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψοφάγου — ὀψόφαγος one who eats delicacies masc gen sg ὀψοφάγος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψοφάγους — ὀψόφαγος one who eats delicacies masc acc pl ὀψοφάγος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψοφάγων — ὀψόφαγος one who eats delicacies masc gen pl ὀψοφάγος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψοφάγῳ — ὀψόφαγος one who eats delicacies masc dat sg ὀψοφάγος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψοφαγίστατοι — ὀψοφάγος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψοφαγίστατος — ὀψοφάγος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»