-
1 ὀψι-φόρος
-
2 ὀψιφόρος
ὀψι-φόρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀψιφόρος
-
3 ὀψιφόρος
См. также в других словарях:
οψιφόρος — ὀψιφόρος, ον (Α) (σχετικά με δέντρο) αυτός που καρποφορεί αργά, όψιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι (βλ. λ. οψέ) + φόρος*] … Dictionary of Greek