-
1 ὀψι-φανής
-
2 ὀψιφανής
ὀψι-φανής, ές, spät erscheinend, aufgehend
См. также в других словарях:
οψιφανής — ές (Α ὀψιφανής, ές) αυτός που φάνηκε αργά, με καθυστέρηση. επίρρ... οψιφανώς με οψιφανή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι (βλ. λ. οψέ) + φανής (< φαίνω / φαίνομαι)] … Dictionary of Greek