-
1 ὀψι-πέδων
-
2 ὀψιπέδων
ὀψι-πέδων, ωνος, ὁ, einer, der lange in Fesseln gelegen hat -
3 οψιπεδων
См. также в других словарях:
τριπέδων — ωνος, ὁ, ἡ, Μ δούλος ή κακοποιός που τού έχουν βάλει δεσμά τρεις ή και περισσότερες φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πέδων (< πέδη «δεσμός»), πρβλ. ὀψι πέδων] … Dictionary of Greek
οψιπέδων — ὀψιπέδων, ωνος, ὁ (Α) αυτός που για πολύ χρόνο ήταν δεμένος με αλυσίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι (βλ. λ. οψέ) + πέδων (< πέδη «δεσμός»)] … Dictionary of Greek