Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὀψι-πέδων

См. также в других словарях:

  • τριπέδων — ωνος, ὁ, ἡ, Μ δούλος ή κακοποιός που τού έχουν βάλει δεσμά τρεις ή και περισσότερες φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πέδων (< πέδη «δεσμός»), πρβλ. ὀψι πέδων] …   Dictionary of Greek

  • οψιπέδων — ὀψιπέδων, ωνος, ὁ (Α) αυτός που για πολύ χρόνο ήταν δεμένος με αλυσίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι (βλ. λ. οψέ) + πέδων (< πέδη «δεσμός»)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»