Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὀψιανϑής

См. также в других словарях:

  • ὀψιανθής — late blooming masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οψιανθής — ές (Α ὀψιανθής, ές) αυτός που ανθεί αργά, καθυστερημένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι (βλ. λ. ὀψέ) + ανθής (< ἄνθος)] …   Dictionary of Greek

  • ὀψιανθές — ὀψιανθής late blooming masc/fem voc sg ὀψιανθής late blooming neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οψέ — (ΑΜ ὀψέ, Α αιολ. τ. ὄψι) επίρρ. χρον. 1. μετά από πολύ χρόνο, αργά 2. σε προχωρημένη ώρα τής ημέρας, προς το βράδυ αρχ. (ως πρόθ. καταχρ. με γεν.) μετά από αυτά, κατόπιν 2. «ὀψέ ποτε» (κατά τον Ησύχ.) «μόλις ποτέ». [ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. ὀψ τού επιρρ.… …   Dictionary of Greek

  • ὀψιανθεῖ — ὀψιανθέω bloom late pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ὀψιανθέω bloom late pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ὀψιανθής late blooming masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὀψιανθής late blooming masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οψιανθώ — ὀψιανθῶ, έω (Α) [οψιανθής] ανθώ αργά, καθυστερημένα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»