1 ὀψητήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀψητήρ
2 οψητήρι
Morphologia Graeca > οψητήρι
3 ὀψητῆρι
Morphologia Graeca > ὀψητῆρι
οψητήρ — ὀψητήρ, ῆρος, ὁ (Α) πιθ. αγγείο για το βράσιμο τών φαγητών, χύτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει διορθωθεί σε ἑψητήρ < ἕψω*] … Dictionary of Greek
ὀψητῆρι — ὀψητήρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)