Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ὀχλ-αγωγός

См. также в других словарях:

  • κοσμαγωγός — κοσμαγωγός, όν (Μ) 1. (για πλοίο) αυτός που μεταφέρει κόσμο, επιβατηγός 2. αυτός που οδηγεί τον κόσμο, ο κοσμαγός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)* + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. οχλ αγωγός, υδρ αγωγός] …   Dictionary of Greek

  • σκυλαγωγός — ὁ, Μ αυτός που οδηγούσε τους σκύλους στο κυνήγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + ἀγωγός (< ἄγω «οδηγώ»), πρβλ. ὀχλ αγωγός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»