-
1 οχλοκοπος
-
2 δημαγωγος
ὅ1) народный вождь, государственный деятель, правитель(δημαγωγοὴ ἀγαθοί Lys.; Περικλῆς ὅ δ. Isocr.)
2) своекорыстный искатель народной популярности, демагог(Κλέων ὅ ἀνέρ δ. Thuc.; οἱ πλεῖστοι τῶν τυράννων ἐκ δημαγωγῶν γεγόνασιν Arst.; ὀχλοκόπος καὴ δ. Polyb.)
См. также в других словарях:
οχλοκόπος — ὀχλοκόπος, ον (ΑΜ) αυτός που επιδιώκει να αποκτήσει την εύνοια τού λαού με κάθε τρόπο και κυρίως με τις κολακείες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος + κόπος (< κόπτω). πρβλ. δημο κόπος] … Dictionary of Greek
ὀχλοκόπος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχλοκόπους — ὀχλόκοπος mob courtier masc acc pl ὀχλοκόπος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχλοκόπῳ — ὀχλόκοπος mob courtier masc dat sg ὀχλοκόπος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχλοκόποι — ὀχλοκόπος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχλοκόπον — ὀχλοκόπος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οχλοκοπικός — ὀχλοκοπικός, ή, όν (Α) [οχλοκόπος] 1. αυτός που ανήκει στον οχλοκόπο ή αυτός που αρμόζει στον οχλοκόπο 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀχλοκοπή η τέχνη τού να κολακεύει κανείς τον όχλο … Dictionary of Greek
οχλοκοπώ — ὀχλοκοπῶ, έω (Α) [οχλοκόπος] επιδιώκω να αποκτήσω την εύνοια τού λαού με κάθε μέσο και ιδίως με τις κολακείες … Dictionary of Greek
όχλος — ο (ΑΜ ὄχλος) 1. πλήθος ατόμων με άτακτο τρόπο συνενωμένο («ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου», Πίνδ.) 2. (με πολιτική σημ.) ο πολύς λαός, η λαϊκή μάζα, η κατώτατη κοινωνική τάξη («τῷ ὄχλῳ πρὸς χάριν τι λέγοντες οὐ τὰ ὄντα ἀπαγγείλωσιν», Θουκ.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek