-
1 ὀχληρός
ὀχληρός, 1) beunruhigend, lästig; Eur. Hel. 459 Alc. 543; Her. 1, 186; οὐκ ὀχληρὸς ἔσομαί σοι πυνϑανόμενος, Plat. Hipp. mai. 295 b; ὀχληρότατος, Isocr. 4, 185, öfter; bes. bei Sp., wie Luc. Nigr. 13 Tim. 11; καὶ ἐπαχϑής, Hdn. 3, 15, 3. – 2) unruhig, lärmend, aufrührerisch, μετὰ ὀχληρῶν συμποτῶν, Plat. Rep. VIII, 569 a; Suid. erkl. ταραχώδης.
-
2 οχληρός
-
3 ὀχληρός
-
4 οχληρος
31) докучный, беспокоящий, надоедливый(οὐκ ὀ. ἔσομαί σοι πυνθανόμενος Plat.)
πλοίῳ διαβαίνειν ὀχληρὸν ἦν Her. — переправляться (через Эвфрат) на судне было неудобно2) беспокойный, шумный(συμπόται Plat.)
-
5 ὀχληρός
-
6 οχληρός
η, ό [ά, όν ] назойливый, надоедливый, навязчивый -
7 ὀχληρός
A troublesome, irksome, importunate, of persons, Aeschin.1.135, D.Prooem.48;ἴσθ' ὀ. ὢν δόμοις Ar.Ach. 460
(parody);ὀ. ἴσθ' ὤν E.Hel. 452
; τινι to one, Id.Alc. 540, Pl.Hp.Ma. 295b; of a writer, offensive, D.H.Th.30.2 of things, troublesome, annoying, Hdt.1.186, Isoc.5.151, etc. Adv.- ρῶς D.H.Dem.15
: [comp] Comp.-οτέρως, ἔχειν Hp.Epid.1.19
, Phld.Mus.p.63K.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀχληρός
-
8 οχληρος
can sıkıcı rahatsız edici -
9 οχληρά
ὀχληρόςtroublesome: neut nom /voc /acc plὀχληρά̱, ὀχληρόςtroublesome: fem nom /voc /acc dualὀχληρά̱, ὀχληρόςtroublesome: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
10 ὀχληρά
ὀχληρόςtroublesome: neut nom /voc /acc plὀχληρά̱, ὀχληρόςtroublesome: fem nom /voc /acc dualὀχληρά̱, ὀχληρόςtroublesome: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
11 οχληρότερον
ὀχληρόςtroublesome: adverbial compὀχληρόςtroublesome: masc acc comp sgὀχληρόςtroublesome: neut nom /voc /acc comp sg -
12 ὀχληρότερον
ὀχληρόςtroublesome: adverbial compὀχληρόςtroublesome: masc acc comp sgὀχληρόςtroublesome: neut nom /voc /acc comp sg -
13 οχληροτάτας
ὀχληροτάτᾱς, ὀχληρόςtroublesome: fem acc superl plὀχληροτάτᾱς, ὀχληρόςtroublesome: fem gen superl sg (doric aeolic) -
14 ὀχληροτάτας
ὀχληροτάτᾱς, ὀχληρόςtroublesome: fem acc superl plὀχληροτάτᾱς, ὀχληρόςtroublesome: fem gen superl sg (doric aeolic) -
15 οχληροτέρα
ὀχληροτέρᾱ, ὀχληρόςtroublesome: fem nom /voc /acc comp dualὀχληροτέρᾱ, ὀχληρόςtroublesome: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
16 ὀχληροτέρα
ὀχληροτέρᾱ, ὀχληρόςtroublesome: fem nom /voc /acc comp dualὀχληροτέρᾱ, ὀχληρόςtroublesome: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
17 οχληροτέρως
-
18 ὀχληροτέρως
-
19 οχληρών
-
20 ὀχληρῶν
См. также в других словарях:
ὀχληρός — troublesome masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οχληρός — ή, ὁ (Α ὀχληρός, ά, όν) (για πρόσ.) αυτός που ενοχλεί ή δυσαρεστεί κάποιον, ενοχλητικός, δυσάρεστος, φορτικός αρχ. 1. (για συγγραφέα) προσβλητικός, υβριστικός 2. (για λόγο ή πράγμα) αυτός που προξενεί ανία, βαρετός 3. θορυβώδης, ταραχώδης. επίρρ … Dictionary of Greek
οχληρός — ή, ό ενοχλητικός, δυσάρεστος: Οχληρή επίσκεψη, παρουσία, συνάντηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀχληρά — ὀχληρός troublesome neut nom/voc/acc pl ὀχληρά̱ , ὀχληρός troublesome fem nom/voc/acc dual ὀχληρά̱ , ὀχληρός troublesome fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχληρότερον — ὀχληρός troublesome adverbial comp ὀχληρός troublesome masc acc comp sg ὀχληρός troublesome neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχληροτέρως — ὀχληρός troublesome adverbial comp ὀχληρός troublesome masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχληρῶν — ὀχληρός troublesome fem gen pl ὀχληρός troublesome masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχληρόν — ὀχληρός troublesome masc acc sg ὀχληρός troublesome neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχληρότατα — ὀχληρός troublesome adverbial superl ὀχληρός troublesome neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχληρότατον — ὀχληρός troublesome masc acc superl sg ὀχληρός troublesome neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχληραῖς — ὀχληρός troublesome fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)